Nτονασιέν Αλφόνς Φρανσουά μαρκήσιος ντε Σαντ

(Donatien Alphonse Francois, Marquis de Sade, Paris, 2 Ιουνίου 1740 - Charenton, 2 Δεκεμβρίου 1814)

Γάλλος συγγραφέας και ποιητής, υπέρμαχος της κοινωνικής ελευθεριότητας και ερωτικής ακολασίας, αποκαλούμενος από τους θαυμαστές του «θείος μαρκήσιος», Άθεος, ηδονοθήρας και αντι-κληρικαλιστής, βουλευτής κατά την Γαλλική Επανάσταση, θύμα πολυετούς φυλάκισης από το λουδοβίκειο και βοναπαρτικό καθεστώς και έγκλειστος σε άσυλο φρενοβλαβών τα τελευταία 11 χρόνια της ζωής του, έγινε συνάμα από το 1886 και ο επώνυμος πατέρας της ερωτικής διαστροφής του «σαδισμού», μετά από την αυθαίρετη επινόηση ενός αυστριακού ψυχιάτρου.



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στο Παρίσι, στο μέγαρο Hοtel de Conde, υιός του ερωτομανή κόμητα Ζαν – Μπαπτίστ ντε Σαντ (Jean - Baptiste Francois Joseph comte de Sade, μαρκησίου του Mazan και λόρδου του Saumane και της La Coste) και της θρησκόληπτης, αδιάφορης και πληκτικής, τόσο για τον σύζυγό της όσο και για το τέκνο της, Marie - Eleonore de Maille de Carman, θυγατέρας του μαρκησίου ντε Καρμάν Donatien de Maille, εξαδέλφης και κυρίας επί των τιμών της πριγκίπισσας του Conde.

Εξαιτίας του ατίθασου, δεσποτικού και ιδιότροπου χαρακτήρα του, χαρακτηριστικό των περισσότερων παιδιών αριστοκρατών εκείνη την εποχή, το 1744 ο μικρός Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά στάλθηκε από τους γονείς του να ζήσει με συγγενείς του στην Προβηγκία (Provence) και το 1745 ανέλαβε την ανατροφή του στο Saumane ο μορφωμένος (σχολιαστής του Πετράρχη και γνώριμος του Βολταίρου) αλλά και ερωτύλος (στις 25 Μαϊου 1762 θα πιαστεί μάλιστα σε ένα μπορντέλλο του Παρισιού) ιερωμένος θείος του αββάς ντε Σαντ.

Εν συνεχεία, από τον Ιανουάριο του 1747 ανέλαβαν την ανατροφή συντονισμένα, λόγω του πολύ δύσκολου χαρακτήρα του μικρού ντε Σαντ που συνεχώς αυθαδίαζε στον 40χρονο θείο του, ο αββάς Αμπλέ (Jacques - Francois Amblet) και η οικογενειακή φίλη Μαντάμ ντε Σαιν Ζερμαίν (Madame de Saint Germain), με την οποία έμεινε συνδεδεμένος μέχρι το τέλος της ζωής του, αντιμετωπίζοντάς την ως «μητέρα» του.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Ο Αμπλέ ακολούθησε τον μαθητή του το 1750 στον Παρίσι, όπου ο μικρός ντε Σαντ έγινε δεκτός στο ιησουϊτικο σχολείο «Λουδοβίκος ο Μέγας» («Louis - le - Grand»), ενώ οι γονείς του ήδη είχαν χωρίσει και η μητέρα του είχε αποσυρθεί στο καρμελίτικο μοναστήρι της οδού d’ Enfer του Παρισιού (όπου και πέθανε το 1777). Στο ιησουϊτικο σχολείο ο μικρός ντε Σαντ υπέστη τις τακτικές του «παιδαγωγικού» συστήματος των χριστιανών θεοκρατών (που από πολλούς εικάζονται ως πηγή της μετέπειτα ακολασίας που εκδήλωσε), αλλά και ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με το Θέατρο, το οποίο έκτοτε τον κέρδισε και έγινε μία από τις μεγαλύτερες αγάπες του βίου του.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ

Τον Μάϊο του 1754 ο σχεδόν 14χρονος μαρκήσιος ντε Σαντ γράφτηκε στην ακαδημία του βασιλικού ελαφρού ιππικού (των επίλεκτων «Chevau-legers») των Βερσαλιών και στις 14 Δεκεμβρίου 1755 πήρε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στην βασιλική φρουρά. Στις 14 Ιανουαρίου 1757, εν μέσω του λεγόμενου «Επταετούς Πολέμου», έγινε σημαιοφόρος των τυφεκιοφόρων της «Ταξιαρχίας του Αγίου Ανδρέου», υπό τις διαταγές του κόμητα της Προβηγκίας και τελικά στις 21 Απριλίου 1759, σε ηλικία 19 ετών, έγινε λοχαγός του Βουργουνδικού Ιππικού. Αποστρατεύθηκε το 1763, όταν έληξε ο «Επταετής Πόλεμος» και εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό του πύργο της Λακόστ («Chateau de Lacoste»).

ΕΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ

Όντας ακόμα στον στρατό, ο 22χρονος πια ντε Σαντ είχε γνωρίσει το καλοκαίρι του 1762 τον πρώτο του σφοδρό έρωτα με μία 33χρονη γυναίκα από το Hesdin (νότια του Καλαί) και μόλις μετά βίας είχε κατορθώσει ο πατέρας του με την βοήθεια των ανωτέρων του αξιωματικών να τον πείσει να μην την νυμφευθεί. Στις αρχές της επόμενης χρονιάς γνώρισε στο Παρίσι και ερωτεύθηκε επίσης σφοδρότατα την 22χρονη νεαρή προβηγκιανή ευγενή Λάουρα ντε Λωρί (Laure de Lauris – Castellane), θυγατέρα του μαρκησίου ντε Λωρί, η οποία όμως τον απέρριψε τον Απρίλιο, παρά τις σχεδόν καθημερινές έως τότε ερωτικές συνευρέσεις τους.



Φανταστική προσωπογραφία
Ως αντίδραση στην απόρριψή της, ο ντε Σαντ έσπευσε τότε να αποδεχθεί τον γάμο που του κανόνιζε την ίδια εποχή ο πατέρας του με την νεαρή Ρενέ - Πελαζί ντε Μοντρέϊγ (Renee - Pelagie de Montreuil), θυγατέρα του πλούσιου δικαστικού και ισχυρού άνδρα της βασιλικής αυλής Κλωντ – Ρενέ Μοντρέϊγ (Claude - Rene de Montreuil). Το ζευγάρι ενώθηκε με γάμο στις 17 Μαϊου 1763, στο Παρίσι, παρουσία του ίδιου του βασιλιά και της βασίλισσας της Γαλλίας.


ΠΡΩΤΕΣ ΑΚΟΛΑΣΙΕΣ

Πέντε μόλις μήνες μετά τον γάμο του, στις 29 Οκτωβρίου 1763, ο ντε Σαντ παύθηκε από την υπηρεσία του βασιλιά και φυλακίστηκε στο κάστρο Βενσέν (Vincennes), έπειτα από την καταγγελία μιας νεαρής πόρνης σε παρισινό μπορντέλλο (petite maison), της Ζαν Τεστάρ (Jeanne Testard), για βεβήλωση όστιας και δύο «εσταυρωμένων» από ελεφαντόδοντο και απαγγελία αντιχριστιανικών στίχων, πράξεις που στο κατηγορητήριο είχαν για λόγους ευπρέπειας μεταφερθεί αόριστα ως «ακραία ακολασία» και «τερατώδης βλασφημία». Αποφυλακίστηκε όμως μετά από προσπάθειες του πατέρα του στις 13 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, με κατ’ οίκον όμως περιορισμό στον οικογενειακό πύργο των ντε Σαντ στο Echauffour της Νορμανδίας, επιτηρούμενος από τον αρχηγό της αστυνομίας ηθών Μαραί (Louis Marais). H σύντομη αυτή φυλάκισή του στο Βενσέν είχε ωστόσο εγκαινιάσει μια ατελείωτη σειρά εγκλεισμών σε

φυλακές ή άσυλα που θα γνωρίζει στην διάρκεια του βίου του ο ντε Σαντ και οι οποίοι επρόκειτο τελικά να καταναλώσουν το 30 από τα 74 χρόνια που συνολικά αυτός έζησε.


Όταν πάντως κατόρθωσε να επιστρέψει στο Παρίσι, ο νεαρός αριστοκράτης επανέλαβε απτόητος από την επιτήρηση του Μαραί τις ακολασίες του με πόρνες και άλλες γυναίκες ελευθερίων ηθών, όπως λ.χ. με την χορεύτρια Μποβουαζέν (Beauvoisin), την οποία το 1765 στέγασε επί αρκετούς μήνες στον πύργο του στην Λακόστ (La Coste) της Προβηγκίας, παρουσιάζοντάς την μάλιστα ως νόμιμη σύζυγό του.

ΤΟ «ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΚΕΛΛΕΡ»

Τον Ιανουάριο του 1767 πέθανε ο πατέρας του, κληροδοτώντας του τους τρεις πύργους της οικογένειας (στην Λακόστ, το Mazan και το Saumane), αλλά και μεγάλα ποσά ανεξόφλητων χρεών, ενώ στις 27 Αυγούστου του ίδιου έτους ήλθε η γέννηση του πρώτου υιού του (Louis – Marie, 1767 - 1809) από την καλόψυχη Ρενέ - Πελαζί.
 Φανταστική προσωπογραφία από τον Μπίμπερσταϊν

Το Πάσχα της επόμενης χρονιάς (1768) ξέσπασε το πρώτο μεγάλο σεξουαλικό σκάνδαλό του, το «σκάνδαλο Κελλέρ» ή «σκάνδαλο της Arcueil», από το όνομα της συνοικίας όπου βρίσκονταν τότε τα περισσότερα παρισινά πορνεία. Η ζητιάνα Κελλέρ (Rose Keller) τον κατήγγειλε στην αστυνομία για φυσική και σεξουαλική κακοποίησή της και, παρ’ όλο που τελικά απέσυρε έναντι χρημάτων τις καταγγελίες, λόγω του όγκου του σκανδάλου και με υποκίνηση από την εξαγριωμένη πεθερά του ντε Σαντ Presidente de Montreuil, ο βασιλιάς δέχθηκε να διατάξει την άμεση φυλάκισή του με ειδική βασιλική εντολή κράτησης («lettre de cachet»), η οποία επέτρεπε την επ’ αόριστον φυλάκιση δίχως ποτέ να παραπεμφθεί ο φυλακισμένος σε δίκη. Ο ντε Σαντ έμεινε φυλακισμένος στην φυλακή του «Chateau de Saumur» και μετά, επί έναν περίπου μήνα, μέχρι τις 16 Νοεμβρίου 1768 στην «Κονσιερζερί» («Conciergerie») και στην συνέχεια στάλθηκε υπό περιορισμό στον οικογενειακό πύργο του στην Λακόστ.

Ο ντε Σαντ απόλαυνε τον περιορισμό του στην Λακόστ δίπλα σε όμορφες και ακόλαστες νεαρές, ξοδεύοντας αλόγιστα τα χρήματά του και έχοντας μάλιστα απορρίψει μια προσφορά θέσης συνταγματάρχη στο ιππικό, ενώ η σύζυγός του Ρενέ – Πελαζί του, που έμενε με τους γονείς της, είχε ήδη γεννήσει έναν δεύτερο υιό, τον Ντονασιέν – Κλωντ – Αρμάν (Donatien - Claude – Armand de Sade, 1769 - 1847) και μία θυγατέρα (Madeleine – Laure de Sade, 1771 - 1844). Τελικά τον Οκτώβριο του 1771 η Ρενέ – Πελαζί έφθασε στην Λακόστ μαζί με τα τρία τέκνα της και την 19χρονη αδελφή της Aν – Προσπέρ (Anne - Prospere de Montreuil, 1751 - 1781) που μόλις είχε τελειώσει ένα σχολείο καλογριών. Δεν χρειάστηκε πολύ μέχρι να αποπλανήσει ο ντε Σαντ και την νεαρή κουνιάδα του, ίσως μάλιστα με την ανοχή της Ρενέ – Πελαζί.

ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ

Τον Ιούνιο του 1772 ο ντε Σαντ φορτώθηκε στην Μασσαλία το μεγάλο «σκάνδαλο της ισπανικής μύγας», το οποίο ξέσπασε όταν πέντε πόρνες του λιμανιού κατήγγειλαν αυτόν και τον υπηρέτη του Λατούρ (Latour) ότι τις είχαν προτρέψει να διαπράξουν σοδομία, αλλά και τις είχαν «δηλητηριάσει» (στην πραγματικότητα οι δύο άνδρες απλώς τους είχαν δώσει, όπως και νωρίτερα την ίδια ημέρα σε μία άλλη ερωμένη, την Marguerite Coste, σοκολατάκια που περιείχαν το γνωστό αφροδισιακό «ισπανική μύγα» ή κανθαριδίνη). Παρά το κωμικό της υπόθεσης, αυτή πήρε δυσανάλογα μεγάλες διαστάσεις όταν οι πάμπολλοι ηθικολόγοι υποκριτές φαντάζονταν και αναμετέδιδαν κάθε είδους απίθανες γαργαλιστικές λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα οι δύο κατηγορούμενοι να βρεθούν τελικά μπροστά σε δύο κατηγορίες που επέσυραν την ποινή του θανάτου (οι δηλητηριαστές αποκεφαλίζονταν και οι σοδομίτες καίγονταν στην πυρά) και, φυσικά, να σπεύσουν πανικόβλητοι να εξαφανισθούν.  

Η ερήμην δίκη τους στις 11 Σεπτεμβρίου 1772 κατέληξε όντως σε θανατικές καταδίκες και την επόμενη ημέρα αχυρένια ομοιώματά τους αποκεφαλίστηκαν δημόσια και παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι ίδιοι ήδη βρίσκονταν από τον Ιούλιο στην βόρεια Ιταλία και μετά στην Σαρδηνία, μαζί με την τυφλά ερωτευμένη με τον μαρκήσιο νεαρή Aν – Προσπέρ που έμεινε μαζί του μέχρι τις 7 Οκτωβρίου και μετά απέστρεψε στην αδελφή της. Το μακρύ καταδιωκτικό χέρι της εξαγριωμένης πεθεράς του έφθασε όμως μέχρι και την Σαρδηνία, της οποίας ο βασιλιάς συνέλαβε τον μαρκήσιο στις 8 Δεκεμβρίου 1772 και τον έκλεισε στην φυλακή του φρουρίου Μιολάν (Chateau de Miolans), παρά την υπεράσπισή του από την σύζυγό του που δεν δίστασε να στραφεί ακόμα και εναντίον της μητέρας της: «ο άνθρωπος που κυνηγάει δεν είναι εγκληματίας, αλλ’ απλώς ένας άνθρωπος που δεν έσκυψε το κεφάλι στις διαταγές και απαιτήσεις της».



Πάνω: Ρενέ - Πελαζί ντε Σαντ

Δεξιά: φανταστική προσωπογραφία του ντε Σαντ
Στις 29 Απριλίου 1773 ο ντε Σαντ δραπέτευσε από το φρούσιο Μιολάν και επέστρεψε για λίγους μήνες στην Λακόστ όπου έζησε μερικούς μήνες μαζί με την σύζυγό του, αλλά υποχρεώθηκε να το σκάσει για μία ακόμη φορά τον Ιανουάριο του 1774, όταν η διώκτρια πεθερά του κατόρθωσε να υποκινήσει μία ακόμη επιδρομή της αστυνομίας. Για μία ακόμη φορά βρήκε καταφύγιο στην Ιταλία, όπου άρχισε να συγγράφει το πρώτο του βιβλίο, το «Ταξίδι στην Ιταλία» («Voyage d’ Italie»).

Στις 10 Μαϊου 1774 στέφθηκε νέος βασιλιάς ο Λουδοβίκος ο 16ος και συνεπώς έπαψε η ισχύς της βασιλικής εντολής κράτησης που είχε εξασφαλίσει εναντίον του ντε Σαντ τo 1768 η προσωπική διώκτριά του Μαντάμ ντε Μοντρέϊγ, πράγμα που του επέτρεψε το φθινόπωρο του 1774 να επιστρέψει στην Λακόστ μαζί με πέντε νεαρές υπηρέτριες και έναν άνδρα «γραμματέα» και να


επανενωθεί με την Ρενέ – Πελαζί. Τον Ιανουάριο του 1775 πάντως, κάποιες από τις υπηρέτριες τον κατήγγειλαν γι’ ακολασία και τελικά στις 17 Ιουλίου υποχρεώθηκε για μία ακόμη φορά να φύγει στην Ιταλία μετά από αυξανόμενη φημολογία για νέες σεξουαλικές του παρεκτροπές, η οποία μάλιστα του προκάλεσε και ρήξη με την έως τότε υπομονετική και ανεκτική Ρενέ – Πελαζί.

ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΦΥΛΑΚΙΣΕΙΣ

Το καλοκαίρι του 1776 ο συμφιλιωμένος με την σύζυγό του ντε Σαντ επέστρεψε από την Ιταλία στην Λακόστ, άρχισε να διαβάζει μανιωδώς, εξέδωσε το «Ταξίδι στην Ιταλία», αλλά και συνέχισε την ακόλαστη ζωή του περιτριγυρισμένος από ένα μικρό χαρέμι νεαρών γυναικών τις οποίες προσέλαβε τον Οκτώβριο ως καμαριέρες στον πύργο του, αλλά κυρίως τις χρησιμοποιούσε για λάγνους θεατρικούς παντόμιμους που άγγιζαν τα όρια του σεξουαλικού οργίου. Στις 17 Ιανουαρίου 1777 όμως, ο πατέρας μιας από τις νεαρές αυτές η οποία λεγόταν Κατρίν Τριγιέ (Catherine Trillet) ή «Ζυστίν» όπως την ονόμαζε ο ντε Σαντ, έφθασε σε σημείο να πυροβολήσει αν και ανεπιτυχώς τον μαρκήσιο, προκειμένου να αποσπάσει από την επιρροή του την θυγατέρα του. Καθώς η αστυνομία άρχιζε ανακρίσεις για το συμβάν, ο ντε Σαντ έφυγε στις 30 Ιανουαρίου εσπευσμένα στο Παρίσι, παίρνοντας μαζί του την σύζυγό του αλλά και την ερωμένη του καμαριέρα. Εκεί, η απηυδισμένη σύζυγος έκρινε καλό να απευθυνθεί στην μητέρα της Μαντάμ ντε Μοντρέϊγ, με ενέργειες της οποίας ο μαρκήσιος καταδόθηκε στην αστυνομία, συνελήφθη για μία ακόμη φορά στις 13 Φεβρουαρίου 1777 και φυλακίστηκε στο κάστρο Βενσέν (Vincennes) με νεότερη βασιλική εντολή κράτησης που εξασφάλισε η προσωπική διώκτριά του Μαντάμ ντε Μοντρέϊγ.

Προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα, ο φυλακισμένος ντε Σαντ ζήτησε αμέσως την ακύρωση της θανατικής καταδίκης του 1772 και τον Ιούλιο του 1778 το Εφετείο της Προβηγκίας όντως τον απάλλαξε από τις κατηγορίες του δηλητηριαστή και του σοδομίτη και, κρίνοντάς τον ένοχο μόνο για όργια και υπερβολική ελευθεριότητα, και μείωσε την προηγούμενη καταδίκη του σε ποινή επιτηρούμενης πειθαρχημένης διαβίωσης με 3ετή απαγόρευση εισόδου στην περιοχή της Μασσαλίας. Στις 16 Ιουλίου 1778, λίγο μετά την απαλλαγή του από το Εφετείο, ο ντε Σαντ, που κρατείτο τώρα μόνο δυνάμει της βασιλικής εντολής κράτησης, απέδρασε και επέστρεψε στην Λακόστ, όμως δεν χάρηκε πολύ ούτε την ελευθερία του, ούτε την σύντομη σεξουαλική σχέση του με την οικονόμο του πύργου δεσποινίδα de Rousset (η διώκτριά του Μαντάμ ντε Μοντρέϊγ είχε απειλήσει με φυλάκιση και την θυγατέρα της Ρενέ – Πελαζί προκειμένου να την εμποδίσει να ξανασυναντηθεί με τον ντε Σαντ στην Λακόστ). Πιάστηκε ξανά από τον αστυνόμο Μαραί σε λιγότερο από δύο μήνες, στις 7 Σεπτεμβρίου και στάλθηκε πίσω στο Βενσέν.



Επάνω: Ζυστίν ή Οι ατυχίες της Αρετής στην έκδοση
του 1791

Δεξιά: Η Φιλοσοφία του Μπουντουάρ, τυπωμένη
στο Λονδίνο

Κλεισμένος στο κελί με αριθμό 6, «σε αυτή την τρύπα όπου με έχουν θάψει ζωντανό» όπως ο ίδιος έγραψε, αποφάσισε να συμφιλιωθεί με την μοίρα του και να στραφεί στην μανιώδη μελέτη κλασικών και σύγχρονών του συγγραφέων, καθώς και στην συγγραφή θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων, τα οποία (με εξαίρεση την κωμωδία «L’ Inconstant», που ολοκλήρωσε τον Απρίλιο του 1781 και την τραγωδία «Jeanne Laisne» που ολοκλήρωσε το 1783)


έμελλε να ολοκληρώσει αλλού, στις φυλακές της Βαστίλης, στις οποίες μεταφέρθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1784 λόγω του ότι το κάστρο Βενσέν έπαψε να χρησιμοποιείται ως φυλακή. Κατά την μεταφορά του πήρε μαζί του το ολοκληρωμένο ήδη από τον Ιούλιο του 1782 βιβλίο του «Διάλογος ενός παπά και ενός μελλοθάνατου» («Dialogue entre un pretre et un moribund», στο οποίο έκανε ένα ανοικτό κήρυγμα αθεϊσμού, με έντεχνη επίθεση στις δεισιδαιμονικές δοξασίες, αλλά και στις ηθικές βάσεις του Χριστιανισμού) και τις πρώτες σημειώσεις του βιβλίου του «120 μέρες στα Σόδομα» («Les 120 journees de Sodome, ou l’ Ecole du libertinage»).

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ

Τον Νοέμβριο της επόμενης χρονιάς (1785) ο φυλακισμένος στην Βαστίλη ντε Σαντ ολοκλήρωσε το «120 μέρες στα Σόδομα», το οποίο αρχικά έγραψε μέσα σε 40 ημέρες επάνω σε ένα ρολό χαρτί μήκους 12 μέτρων και μετά το καθαρόγραψε με μικροσκοπικά γράμματα σε φύλλα 11 εκατοστών, για να κάνει το βιβλίο εύκολο να κρυφτεί, ώστε να το γλιτώσει έτσι από πιθανή κατάσχεση. Και όντως, ο ντε Σαντ κατόρθωσε να διασώσει το δημιούργημά του μέχρι τον Ιούλιο του 1789, όταν ενώ είχε προ λίγων ημερών μεταφερθεί στο Σαρνατόν, ο εξαγριωμένος λαός εισέβαλε στην Βαστίλη και την κατέστρεψε, αφανίζοντας και πολλά χειρόγραφα που δεν είχε προλάβει να μεταφέρει στο Σαρνατόν η σύζυγος του φυλακισμένου. Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε όμως διασωθεί σε ιδιωτικά χέρια και έμεινε στην λίστα των «χαμένων» έργων μέχρι το 1904, οπότε ο βερολινέζος ψυχίατρος Μπλοχ (Iwan Bloch) το εξέδωσε σε ιδιωτική περιορισμένη έκδοση για επιστήμονες, ψυχίατρους και νομικούς, υπό το ψευδώνυμο «Eugen Durhen».
 
Ακολούθησε το 1786 η συγγραφή της πρώτης εκδοχής του βιβλίου «Ζυστίν. Οι ατυχίες της αρετής» («Justine. Les Infortunes de la vertu») σε 138 χειρόγραφα φύλλα, την οποία ολοκλήρωσε την επόμενη χρονιά, στις 8 Ιουλίου 1787, ενώ το 1788 έδειξε ιδιαίτερη παραγωγικότητα συγγράφοντας τα «Ευγενία Ντε Φρανβάλ» (μέσα σε μία εβδομάδα), «Αλίν και Βαλκούρ» («Aline et Valcour, ou le Roman philosophique», «φιλοσοφική νουβέλλα», που πρωτοεκδόθηκε το 1793 και μετά, ολοκληρωμένο, το 1795), «Dorci, ou la Bizarrerie du sort» (που πρωτοεκδόθηκε το 1881) και «Historiettes, Contes et Fabliaux» (που πρωτοεκδόθηκε τον 20ο αιώνα και συγκεκριμένα το έτος 1926).

Στις 2 Ιουλίου 1789, ενημερωμένος από την σύζυγό του για τις αλλεπάλληλες ταραχές που ξεσπούσαν στο Παρίσι, ο ντε Σαντ προσπάθησε από ένα παράθυρο να εξεγείρει τον κόσμο έξω στον δρόμο, φωνάζοντας ότι οι δεσμοφύλακες αποκεφάλιζαν τους κρατούμενους, με αποτέλεσμα να δεθεί με χειροπέδες, να κλειστεί στην απομόνωση και την επόμενη νύχτα να μεταφερθεί με βασιλική διαταγή στο άσυλο για φρενοβλαβείς του Σαρνατόν (Charenton) που διηύθυνε το μοναστικό τάγμα των «Αδελφών του Ελέους». Όταν όμως έφυγε από την Βαστίλη ο ντε Σαντ, η σύζυγός του δεν πρόλαβε να πάρει την αποτελούμενη από 600 τόμους προσωπική του βιβλιοθήκη και τα περισσότερα από τα χειρόγραφά του, με αποτέλεσμα αυτά να λεηλατηθούν ή να καούν από το πλήθος που κυρίευσε το κάστρο με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης στις 14 Ιουλίου 1789.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο ίδιος απελευθερώθηκε από το άσυλο του Σαρνατόν εννέα μήνες αργότερα, στις 2 Απριλίου 1790, λίγο πριν κλείσει τα 50 χρόνια του, αφού πια η νέα Συντακτική Εθνοσυνέλευση είχε καταργήσει ως νομικό έγγραφο την βασιλική εντολή κράτησης («lettre de cachet»), με την ισχύ της οποίας κρατείτο ο μαρκήσιος. Η σύζυγός του ζήτησε και πήρε διαζύγιο, αποσύρθηκε στο μοναστήρι Σαιν Ορ και αρνήθηκε την εφεξής οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του, ενώ ο ίδιος άρχισε από τις 25 Αυγούστου να συζεί με την 33χρονη πρώην ηθοποιό Μαρί – Κονστάνς Ρενέλ ή Μαντάμ Κενέ (Marie - Constance Renelle ή Madame Quesnet), την οποία, όπως και τον 6χρονο υιό της Σαρλ, είχε εγκαταλείψει ο σύζυγός της Βαλτάσαρ Κενέ (Balthazar Quesnet). Με την «ευαίσθητη», όπως ο ίδιος την περιέγραψε, Μαρί – Κονστάνς, ο ντε Σαντ παρέμεινε ζευγάρι έως το τέλος της ζωής του.

Στην νέα κοινωνική κατάσταση, υπό την επιρροή της νέας του συντρόφου και έχοντας επιπλέον από τις αρχές «πιστοποιητικό ενεργού πολίτη» από την 1η Ιουλίου 1790, ο ντε Σαντ ξέχασε την έμπρακτη ακολασία και διοχέτευσε τα πάθη του στην συγγραφή καινούργιων βιβλίων, αλλά και στην σφαίρα της πολιτικής, τόσο ως ρήτορας και προπαγανδιστής όσο και ως αξιωματούχος της επανάστασης. Ο «πολίτης Σαντ», όπως υπέγραφε τα κείμενά του, αποκηρύσσοντας το αριστοκρατικό του παρελθόν, υιοθέτησε τις συνταγματικές και εν συνεχεία δημοκρατικές θέσεις και μάλιστα εκλέχθηκε βουλευτής στην Εθνοσυνέλευση, όπου συμπαρατάχθηκε με την άκρα αριστερά πτέρυγα, το κόμμα των «Ορεινών» Ιακωβίνων. Στο λογοτεχνικό επίπεδο ανέβασε στο «Ιταλικό Θέατρο» με επιτυχία το μονόπρακτο «Le Suborneur», στην «Κομεντί Φρανσέζ» το πεντάπρακτο «Μισάνθρωπος από έρωτα» («Le Misanthrope par amour ou Sophie et Desfrancs»), και στο «Θέατρο Μολιέρου» στις 22 Οκτωβρίου 1790 το θεατρικό έργο του «Ο κόμης Oξτιέρν, ή οι συνέπειες της Ελευθεριότητας» («Le Comte Oxtiern ou les Effets du Libertinage», το οποίο όμως προκάλεσε τις άγριες αντιδράσεις του πλήθους στην δεύτερη παράστασή του στις 4 Νοεμβρίου 1791, λόγω του ότι σε αρκετά σημεία του εκθείαζε το έγκλημα), ενώ την επόμενη χρονιά δημοσίευσε ανώνυμα μια δεύτερη εκδοχή του βιβλίου του «Ζυστίν, ή οι ατυχίες της αρετής» («Justine ou les Malheurs de la vertu»).

Αμέσως μετά την απόπειρα φυγής του Λουδοβίκου του 16ου, τον Ιούνιο του 1791, ο ντε Σαντ εξέδωσε την μπροσούρα «Από έναν πολίτη των Παρισίων προς τον γάλλο βασιλιά» («Adresse d’ un citoyen de Paris, au roi des Francais»), στην οποία κατηγορούσε τον μονάρχη ότι πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο λαός. Εν συνεχεία όχι μόνο προσχώρησε στις καθαρά αντιμοναρχικές θέσεις που άρχισαν να κερδίζουν έδαφος μέσα στο κόμμα των «Ορεινών», αλλά επιπρόσθετα ζητούσε στις διάφορες εισηγήσεις του την απόλυτη αμεσότητα της δημοκρατίας, ενάντια «στην απάτη των εκπροσωπήσεων», την κατάργηση της θανατικής ποινής, καθώς και τον λεγόμενο «αποχριστιανισμό» («η Ευρώπη περιμένει από εσάς, Γάλλοι, να την απελευθερώσετε επιτέλους από το σκήπτρο και το θυμιατό»).

Tον Μάϊο του 1792 ο 23χρονος δεύτερος υιός του Ντονασιέν – Κλωντ - Αρμάν, υπολοχαγός τότε του γαλλικού στρατού, αυτομόλησε μετά από συνεννόηση με τους αντεπαναστάτες «εμιγκρέδες» και ο ντε Σαντ υποχρεώθηκε μετά από τρεις μήνες να τον αποκηρύξει γραπτά, προκειμένου να αποφύγει ποινικές συνέπειες, αφού ένας νόμος της Εθνοσυνέλευσης καθιστούσε συνυπεύθυνους τους γονείς για τα εγκλήματα των τέκνων τους. Από τις 17 έως τις 21 Σεπτεμβρίου ο οικογενειακός του πύργος στην Λακόστ δέχθηκε την επίθεση των τοπικών «αβράκωτων», που τον λεηλάτησαν και του έβαλαν φωτιά, ωστόσο ο ίδιος παρέμενε απτόητος με την μεριά της επανάστασης, θητεύοντας μάλιστα γραμματέας του Τμήματος της Πλας Βαντόμ (Place Vendome), στο οποίο ανήκε (γνωστότερο ως «Section des Piques» και φημισμένο για την ριζοσπαστικότητα των μελών του) και ειρηνοδίκης από τις 13 Απριλίου 1793. Από την θέση του γραμματέα του Τμήματος Πλας Βαντόμ συνέγραψε μάλιστα και εξέδωσε δύο πολιτικές μπροσούρες στις 28 Οκτωβρίου και τις 2 Νοεμβρίου 1792. Ακολούθησαν την επόμενη χρονιά άλλες πέντε μπροσούρες του, σημαντικότερη των οποίων θεωρείται ο χαιρετισμός στα πνεύματα των «μαρτύρων της Δημοκρατίας» Μαρά και Λαπελετιέ («Discours prononce par la Section des Piques, aux manes de Marat et de Le Pelletier…»), τον οποίο εκφώνησε ο ίδιος εκ μέρους του Τμήματός του, του οποίου είχε ήδη εκλεγεί πρόεδρος, στην κηδεία του δολοφονημένου ηγέτη των «Ορεινών» και εκδότη του «Φίλου του Λαού» («L’ Ami du Peuple») Ζαν - Πωλ Μαρά (Jean - Paul Marat, 1743 – 1793) στις 16 Ιουλίου 1793 (28η Μεσιδόρ του έτους 1).
 
Μισούμενος από αρκετούς για την αριστοκρατική καταγωγή αλλά και την καλλιέργεια και τον ανθρωπισμό που επεδείκνυε (με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής αθώωσε ως δικαστής και έσωσε από την λαιμητόμο ακόμα και την πεθερά του που τον είχε φυλακίσει!), έπεσε ακόμα και θύμα μιας ανεπιτυχούς προβοκάτσιας στα τέλη του 1792, όταν κάποιος πρόσθεσε κακόβουλα το όνομά του (παραποιημένο ωστόσο σε Λουϊ – Αλφόνς – Ντονασιέν ντε Σαντ) στην λίστα των «εμιγκρέδων» του Τμήματος Bouches-du-Rhone.

Έναν χρόνο όμως αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου 1793, και ενώ ήδη είχε εκδώσει 4 από τους 8 τόμους του μυθιστορήματός του «Αλίν και Βαλκούρ» (το οποίο είχε γράψει όταν ήταν φυλακισμένος στην Βαστίλη), αφού προηγουμένως είχε παραιτηθεί από την πολιτική και την θέση του προέδρου του Τμήματός του, διατάχθηκε από την «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας» η σύλληψή του. Πιάστηκε από την αστυνομία και φυλακίστηκε στα πλαίσια του λεγόμενου «Νόμου περί υπόπτων» («Loi des suspects») με την κατηγορία του «αντεπαναστάτη», καθώς ο τυπογράφος του «Αλίν και Βαλκούρ», κάποιος Girouard, είχε συλληφθεί λίγες ημέρες πριν, επειδή αποδεδειγμένα τύπωνε και προπαγάνδα των μοναρχικών (καρατομήθηκε μετά από λίγο, στις 8 Ιανουαρίου 1794).

Ο ντε Σαντ φυλακίστηκε αρχικά στις φυλακές «Μαντελονέτ» («Madelonnettes»), έπειτα στις φυλακές των «Καρμηλιτισσών» («Carmelites») στη οδό de Vaugirard και τέλος στις φυλακές του «Σαιν Λαζάρ» («Sainte - Lazare»), όπου έμεινε έγκλειστος μέχρι και 5 μήνες από την πτώση του Ροβεσπιέρου και των οπαδών του, οπότε και απελευθερώθηκε μετά από 375 ημέρες στην φυλακή. Είχε ήδη καταδικαστεί από το «Επαναστατικό Δικαστήριο» σε θάνατο, όμως στάθηκε εξαιρετικά τυχερός, καθώς η εκτέλεση δεν πρόλαβε να γίνει είτε λόγω της πληθώρας των νέων καταδικών που προέκυπταν ολοένα και πυκνότερα μετά τον Μάϊο του 1794, είτε λόγω γραφειοκρατικού λάθους.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΥΠΟ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ

Υποχρεωμένος τώρα να ζήσει μόνο από τα συγγραφικά του δικαιώματα, τόλμησε το 1795, υπό το αντιδραστικό «Διευθυντήριο», να εκδώσει το βιβλίο του «Φιλοσοφία στο μπουντουάρ» («La Philosophie dans le boudoir», όπου εξιστορείται η μύηση μιας νεαρής γυναίκας στην θεωρία και πράξη της ακολασίας), καθώς και ολοκληρωμένο σε 8 τόμους το μυθιστόρημά του «Αλίν και Βαλκούρ». Εισέπραξε όμως τρομερή αντίδραση από μια κοινωνία που τότε θεωρούσε ότι επέστρεφε μαζικά «στον Θεό» μετά από το «έγκλημα» της Επανάστασης. 



Ο Βοναπάρτης ρίχνει στην φωτιά τα
βιβλία του ντε Σαντ (εικόνα του 1885)

Αντιμετωπίζοντας μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, καθώς προσπαθούσε να συντηρήσει και την αγαπημένη του Μαρί – Κονστάνς, υποχρεώθηκε τελικά το 1796 να πουλήσει φθηνά τα ερειπωμένα ακίνητά του στην Λακόστ, δίχως όμως να ορθοποδήσει για πολύ. Το 1797 εξέδωσε ανώνυμα το βιβλίο «Η νέα Ζυστίν», το 1798 κατέληξε για ένα διάστημα να στεγάζεται σε έναν αχυρώνα, ανέβασε το 1799 ξανά τον «Οξτιέρν» στην «Societe Dramatique» των Βερσαλιών, όπου ο ίδιος εργαζόταν για βιοπορισμό και στις αρχές του 1800 μπήκε για μερικές ημέρες σε νοσοκομείο όταν βρέθηκε μισοπεθαμένος από κρύο και πείνα.

Και ενόσω ο ντε Σαντ περνούσε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες, το 1798 ο συγγραφέας ντε λα Μπρετόν (Retif de la Bretonne, πραγματικό όνομα Nicolas - Edme Retif, 1734 – 1806) που έθρεφε για αυτόν ισχυρότατη αντιπάθεια, εξέδωσε την νουβέλα «Αντι-Ζυστίν, ή οι απολαύσεις του έρωτα» («L’ Anti - Justine ou les delices de l'amour»), θέλοντας να υπερβεί το «σκοτεινό αριστούργημα» του εχθρού του, αν και εκείνο που κατόρθωσε τελικά ήταν να το υπερβεί μόνο στην αισχρότητα. Παρ’ όλο που ο ίδιος περιέγραφε την «Αντι-Ζυστίν» ως «αντίδοτο στο δηλητήριο του ντε Σαντ», δεν παρήγαγε τελικά τίποτε περισσότερο από ένα καθαρά πορνογραφικό βιβλίο.

Τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμα περισσότερο για τον ντε Σαντ όταν η αστυνομία τον κατέστησε αδίκως ύποπτο και για μία ανώνυμη μπροσούρα με τίτλο «Zoloe et ses deux acolytes», που τον Ιούνιο του 1800 (Μεσιδόρ του έτους 8) έκανε επίθεση στην Ιωσηφίνα (Josephine de Beauharnais, 1763 – 1814) και τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να ζητήσει την διακριτική αλλά αποτελεσματική εξουδετέρωσή του δίχως να φανεί ως διώκτης συγγραφέων.

Το έργο αυτό ανέλαβαν από κοινού ο διευθυντής της παρισινής αστυνομίας Ντυμπουά (Dubois) και ο διαβόητος υπουργός Ασφαλείας Φουσέ (Joseph Fouche, 1759 – 1820, πρώην εξτρεμιστής τρομοκράτης κατά την Γαλλική Επανάσταση που όμως μετά είχε εξελιχθεί σε άσπονδο εχθρό του Ροβεσπιέρου, αλλά και όλων των «Ιακωβίνων»). Ως αρχή, η αστυνομία κατέσχεσε το «Η νέα Ζυστίν» στις 18 Αυγούστου 1800, με την δικαιολογία ότι περιείχε άσεμνη εικονογράφηση, ενώ όταν ο ντε Σαντ εξέδωσε τον Οκτώβριο το νέο 4τομο βιβλίο του «Τα εγκλήματα του έρωτα» («Les Crimes de l’ amour»), δέχθηκε βίαιες πολεμικές, ιδίως από τον κριτικό Βιλτέρκ (Alexandre - Louis de Villeterque, 1759 - 1811) της «Journal de Paris», που συν τοις άλλοις τον «κάρφωσε» και ως πραγματικό συγγραφέα της «Ζυστίν».

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ

Η τελευταία του σύλληψη έγινε στις 6 Μαρτίου 1801, μαζί με τον εκδότη του Μασέ (Nicolas Masse), έπειτα από έφοδο της αστυνομίας στα γραφεία του εκδοτικού οίκου του δεύτερου, κατά την οποία κατασχέθηκαν νεότερα χειρόγραφα του ντε Σαντ με διορθώσεις για τα βιβλία «Ζυλιέτ» και «Νέα Ζυστίν». Προκειμένου να μην παραπεμφθεί σε δίκη, ο Μασέ παρέδωσε στην αστυνομία το ολοκληρωμένο χειρόγραφο του πρώτου βιβλίου, ενώ ο ντε Σαντ υποχρεώθηκε στην μεγάλη ντροπή να το απαρνηθεί, ισχυριζόμενος ότι δήθεν δεν ήταν ο πραγματικός συγγραφέας αλλά ο αντιγραφέας του. Το ίδιο θα πράξει μάλιστα και για την «Ζυστίν». Παρά τους ισχυρισμούς του όμως, στις 5 Απριλίου ο ντε Σαντ φυλακίστηκε δίχως δίκη (για να αποφευχθεί το σκάνδαλο) στις φυλακές της «Αγίας Πελαγίας» («Sainte - Pelagie») με κοινή απόφαση των Ντυμπουά και Φουσέ.

Ο παράνομα κρατούμενος ντε Σαντ απαρνήθηκε για μία ακόμη φορά τα βιβλία του στις 20 Μαϊου 1802, όταν υπέβαλε από την φυλακή γραπτή έκκληση προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Αμπριάλ (Andre Joseph Abrial, 1750 - 1828) να τον προσάγει σε δίκη ή να τον αφήσει ελεύθερο. Μάταια όμως. Παρέμεινε δίχως δίκη στην «Αγία Πελαγία» και από εκεί μεταφέρθηκε το 1803 στο κάστρο του «Μπισέτρ» («Bicetre») και τελικά, μετά από αίτημα των οικείων του που δέχθηκαν να πληρώνουν ετησίως 3.000 φράγκα ως έξοδα τροφίμου, στο γνώριμό του άσυλο Σαραντόν. Η αγαπημένη του Μαντάμ Κεσνέ τον ακολούθησε στο άσυλο, παίρνοντας από τον Αύγουστο του 1804 την άδεια να διαμείνει σε διπλανό με το δικό του κελί, ενώ ο φιλελεύθερος διευθυντής του Σαρνατόν αββάς ντε Κουλμιέ (Francois Simonet de Coulmier, 1741 – 1818), ο οποίος τον συμπαθούσε, του επέτρεψε τόσο να κυκλοφορεί ελεύθερα στους διάφορους χώρους του ασύλου όσο και να συγγράφει, τον διευκόλυνε σε ελεύθερες σεξουαλικές συνευρέσεις (από το 1810 ακόμα και με την νεαρή εργαζόμενη στο άσυλο Magdeleine Leclerc, στην οποία όσο ακόμη ήταν έφηβη ο ντε Σαντ είχε διδάξει γραφή και ανάγνωση, κάνοντάς την έκτοτε ένθερμη θαυμάστριά του) και του επέτρεψε επίσης ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων με ηθοποιούς τους ψυχασθενείς και με κοινό την παρισινή αριστοκρατία.



Η υπογραφή του ντε Σαντ στην διαθήκη του

Το 1804 ο Ντυμπουά τον χαρακτήρισε «άκρως επικίνδυνο» και «αδιόρθωτο» και πέτυχε την συνέχιση της δίχως δίκη, «διοικητικής», κράτησής του. Τις επόμενες δύο επιθέσεις εναντίον του δέχθηκε ο ντε Σαντ στις 5 Ιουνίου 1807, όταν, ενώ είχε μόλις συμπληρώσει το νέο 10τομο έργο του «Τα ταξίδια της Φλορμπέλ» («Les Journees de Florbelle»), η αστυνομία εισέβαλε στο άσυλο, κατάσχεσε το ογκώδες χειρόγραφο και το παρέδωσε στους υιούς του, και τον Οκτώβριο του 1809, όταν με νεότερες διαταγές της αστυνομίας του επιβλήθηκε απομόνωση στο κελί του και αφαίρεση όλων των χαρτιών και των γραφίδων του, αν και ο διευθυντής του ασύλου φρόντισε ξανά μετά από λίγο να ατονήσουν αυτά τα νέα μέτρα. Ο ηλικιωμένος όμως ντε Σαντ είχε πια «σπάσει». Παρ’ όλες τις ανέσεις που του είχε παράσχει ο διευθυ-

ντής του ασύλου, ο ίδιος αισθανόταν τόσο καταβεβλημένος που έφθασε στην ταπείνωση να ικετέψει με επιστολή του τον Ναπολέοντα για να τον ελευθερώσει: «ο κύριος Ντε Σαντ, οικογενειάρχης, με έναν υιό που προς μεγάλη του παρηγοριά έχει διακριθεί στον στρατό (εννοούσε τον μεγαλύτερο υιό του Λουϊ - Μαρί, αξιωματικό του στρατού του Ναπολέοντος), ζει εδώ και 9 χρόνια, μέσα από 3 διαδοχικές φυλακίσεις, τον πλέον δυστυχισμένο βίο αυτού του κόσμου. Εβδομηντάρης και σχεδόν τυφλός, βασανίζεται από αρθρίτιδα και ρευματισμούς και υποφέρει από αβάστακτους πόνους στο στήθος και το στομάχι».

Στις 9 Ιουνίου 1809 σκοτώθηκε σε ενέδρα στην Ιταλία ο υιός του Λουϊ – Μαρί και έναν χρόνο αργότερα, στις 7 Ιουλίου 1810 πέθανε και η πρώην σύζυγός του Ρενέ – Πελαζί, ενώ το 1811 το υπουργικό συμβούλιο του Ναπολέοντος ενέκρινε την συνέχιση της κράτησής του και εξέδωσε νέα απαγόρευση των θεατρικών παραστάσεων στο Σαρνατόν, την οποία για μία ακόμη φορά εφάρμοσε μόνο μερικά ο διευθυντής του ασύλου, μέχρι την αυστηρότερη ανανέωσή της στις 6 Μαϊου 1813, έπειτα από την οργή των βοναπαρτικών αρχών με αφορμή την παράνομη και ανώνυμη έκδοση του νέου μυθιστορήματος του ντε Σαντ «Μαρκησία ντε Γκανζ» («La Marquise De Gange»).

ΘΑΝΑΤΟΣ

Το τελικό κτύπημα δέχθηκε ο ντε Σαντ το 1814, όταν ο παλινορθωτής της μοναρχίας και του καθολικισμού Λουδοβίκος ο 18ος (1814 - 1824), δείχνοντας μεγάλο μένος κατά του «διεστραμμένου γέρου», τον οποίο προφανώς έβλεπε ως ενσάρκωση της «ελευθεριότητας» και της «αθεϊας», διέταξε στις αρχές του φθινοπώρου αυτού του έτους την αυστηρή απομόνωση του έγκλειστου στο κελί του, το δέσιμό του με αλυσίδες, την οριστική αφαίρεση όλων των χαρτιών και των γραφίδων του και το οριστικό τέλος των θεατρικών παραστάσεων στο Σαραντόν. Ελάχιστα πριν, ο ντε Σαντ είχε ολοκληρώσει την συγγραφή του τελευταίου του έργου «H κρυφή ιστορία της Ισαβέλλας της Βαυαρίας» («Histoire secrete d’ Isabelle de Baviere»), που δεν επρόκειτο βέβαια να δει το φως της δημοσιότητας μέχρι το 1953.


Στις 2 Δεκεμβρίου 1814 ο 74χρονος ντε Σαντ άφησε αλυσοδεμένος, κατά την διάρκεια του ύπνου του, στην τελευταία του πνοή. Στην χειρόγραφη διαθήκη που είχε συντάξει το 1806, είχε αφήσει ακριβέστατες οδηγίες για την ταφή του, ζητώντας να ταφεί χωρίς θρησκευτική τελετή κάτω από ένα δέντρο στο δάσος της Μαλμεζόν (Malmaison), ώστε να χαθεί από την μνήμη των ανθρώπων με μόνο σημείο μια επιγραφή ότι εκεί κείται «κάποιος που δοκίμασε τις φυλακές όλων των πολιτευμάτων». Η επιθυμία του όμως όχι μόνο δεν έγινε σεβαστή από τον υιό του Ντονασιέν – Κλωντ - Αρμάν, αλλ’ αντίθετα επάνω στον τάφο του υψώθηκε κανονικά το σύμβολο του σταυρού που ο ίδιος τόσο πολύ μισούσε, ενώ όλα τα ανέκδοτα χειρόγραφά του, συμπεριλαμβανομένου και του ογκώδους «Τα ταξίδια της Φλορμπέλ», παραδόθηκαν από τον υιό του στην φωτιά.

Η ΒΙΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ

Η προσωπική βιοθεωρία του ντε Σαντ κινείτο κυκλικά γύρω από μια έντονα ηδονοθηρική και εγωϊστική επιδίωξη ευτυχίας, την οποία αυτός περνούσε μέσα από την πλήρη απελευθέρωση του ατόμου από κάθε είδους ηθικό, θρησκευτικό ή νομικό περιορισμό: «οι πράξεις μας καθορίζονται από φυσικούς νόμους όπου η ηθική δεν έχει κανέναν λόγο» (ενδεικτικά η ενάρετη Ζυστίν υφίσταται απερίγραπτους βασανισμούς και ταπεινώσεις και στο τέλος σκοτώνεται από το κτύπημα ενός κεραυνού, σε αντίθεση με την αδελφή της Ζυλιέτ, που λόγω της φαυλότητάς της αποκτά ευημερία και δύναμη). Ορίζοντας την πολιτική ως «επιστήμη του ψεύδους και της φιλοδοξίας, αρετή μόνον για εκείνον που έχει την εξουσία, καθήκον για τον κάθε υποταγμένο στην κοινωνία και έγκλημα για τον κάθε άνθρωπο που σέβεται τον εαυτό του» και τον πόλεμο ως «συλλογική και νόμιμη ανθρωποκτονία», έβλεπε επίσης σωστά ότι το πρώτο όπλο της κάθε μορφής τυραννίας είναι η οργανωμένη θρησκεία: «όταν οι ισχυροί θέλησαν να υποδουλώσουν τους ανίσχυρους, φρόντισαν να τους πείσουν ότι ένας Θεός είχε καθαγιάσει τις αλυσίδες τους», στο δε «Αλίν και Βανκούρ» έβαζε μάλιστα έναν γάλλο να καλεί σε άμεση εξόντωσή της: «καταστρέψτε και εξοντώστε τους, δέστε αυτούς τους επικίνδυνους εχθρούς της ελευθερίας μας και της ευτυχίας μας με τις ίδιες τους τις αλυσίδες, ρίξτε αυτούς τους εγκληματίες στην πυρά του τελευταίου autodafe».

Στην θέση του θεού των χριστιανών ο ντε Σαντ υμνούσε την Φύση, μία Φύση όμως που συνεχώς την έντυνε με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ανάλογα με την θετική η αρνητική εικόνα που στο κάθε έργο του υιοθετούσε για τους ανθρώπους: ενώ η Φύση ήταν ευεργετική και φιλάνθρωπη στον «Διάλογο» (1782), έγινε μετά από μόλις τρία χρόνια «κτηνώδης», για να καταλήξει στην «Νέα Ζυστίν» (1797) μια εχθρική για τον άνθρωπο θεότητα, που επιφαίνεται καλύτερα στις αφιλόξενες ερήμους ή στους θανατηφόρους κρατήρες των ηφαιστείων.

Για αυτούς που δεν τον έχουν μελετήσει αποτελεί ίσως έκπληξη, ωστόσο επετέθηκε κατ’ επανάληψη στην θανατική ποινή («το αίμα δεν επανορθώνει τίποτε, απλώς αντί να έχουμε ένα έγκλημα με την θανατική ποινή έχουμε δύο»), αλλά και στην ποινή της φυλάκισης («πρέπει κάποιος να μην έχει ιδέα από την ανθρώπινη φύση για να νομίζει ότι η φυλάκιση θα μπορούσε να βελτιώσει έναν εγκληματία»), ενώ έδειξε να έχει καταλάβει καλά ότι τελικά όλη η διαμόρφωση του ανθρώπου κινείται γύρω από την αίσθηση της τιμής: «η αίσθηση της τιμής είναι το γκέμι που οδηγεί τον άνθρωπο και εάν γνωρίζεις πώς να το κρατάς τότε μπορείς να τον οδηγήσεις όπου θες. Αντίθετα, όταν έχεις πάντοτε ένα μαστίγιο στο χέρι, τον εξευτελίζεις, τον αποθαρρύνεις και τελικά τον χάνεις. Εάν καταστρέψεις τον αυτοσεβασμό ενός ανθρώπου, τον μετατρέπεις αυτομάτως σε εγκληματία». Τέλος, θεωρούσε καταστροφική την χριστιανική παιδεία που δινόταν στους ανθρώπους της εποχής του (η οποία απλώς διαμόρφωνε θρησκόληπτους ή καλόγερους και δίδασκε τους νέους πώς να τραγουδούν ή να παρίστανται σε λιτανείες, αντί του πώς να ζήσουν μέσα στην κοινωνία) και επίσης θεωρούσε άδικη και ανώμαλη την ισχύουσα νομική και σεξουαλική θέση των γυναικών

Αυτές όμως τις θέσεις του, που θα μπορούσαν ίσως να τον αναδείξουν ως πρόδρομο του αναρχικού εγωϊσμού που αργότερα εισήγαγε ο Στίρνερ (Johann Kaspar Schmidt ή Max Stirner, 1806 – 1856), λόγω της έντονα ακόλαστης σεξουαλικής φύσης του (όπως και των περισσότερων εύπορων ανδρών της εποχής του, ακόμη και κληρικών) και παρά τον και έμπρακτα αποδεδειγμένο, ιδίως κατά την εποχή της Επανάστασης, ανθρωπισμό και ευαισθησία του, ο ντε Σαντ έκανε το σφάλμα να τις κατεβάσει στο πολυπληθέστατο αναγνωστικό κοινό του κατά κανόνα μέσα από κείμενα που ήσαν ανενδοίαστα πορνογραφικά, κατακυριευμένα από ακραίες μορφές ερωτισμού και βιαιότητας. Αυτή ακριβώς η προκλητική του γραφή, κατακυριευμένη από μια υπερβολικά βίαιη λαγνεία, παρ’ όλο που η τελευταία ήταν αποκλειστικά φανταστική, δημιούργησε τρομερή αναστάτωση στην υποκριτική κοινωνία της εποχής του (όπου οι πιπεράτες ηδονές στα χιλιάδες μπορντέλα εναλλάσσονταν αδιάκοπα με τις μετάνοιες στα εξομολογητήρια, πράγμα άλλωστε που με ελαφρά παραλλαγμένο σκηνικό συνεχίζεται ακόμη και σήμερα από άκρου σε άκρο της χριστιανοσύνης) και του εξασφάλισε πολλούς θανάσιμους εχθρούς, ελάχιστους φανατικούς θαυμαστές, πολυετείς (περίπου 32 χρόνια) φυλακίσεις από όλα τα καθεστώτα με τα οποία διασταυρώθηκε ο βίος του, αλλά και ένα διαχρονικό «βαρύ στίγμα» που επηρέασε έκτοτε εντονότατα, είτε θετικά είτε αρνητικά, πολλούς μεταγενέστερους δημιουργούς (συγγραφείς, ποιητές, εικαστικούς, κ.ά.) ή κριτικούς, ακόμη και έως τις δικές μας ημέρες και σε όχι λίγες περιπτώσεις η μνήμη του αμαυρώθηκε συστηματικότατα.

Η κατάδειξη των διαφόρων λόγων για τους οποίους ο ντε Σαντ δέχθηκε και εξακολουθεί να δέχεται αυτή την αμαύρωση έγινε βέβαια το 1934 από τον άγγλο ανθρωπολόγο και συγγραφέα Γκόρερ (Geoffrey Gorer, 1905 - 1985) στο βιβλίο του «Οι επαναστατικές ιδέες του Μαρκήσιου ντε Σαντ» («The Revolutionary Ideas of the Marquis de Sade», 1934), ένας από τους οποίους λόγους ήταν φυσικά και η σαφής αντιχριστιανική τοποθέτησή του: «χρησιμοποίησε την βαθύτατη γνώση του για τα δόγματα του Χριστιανισμού για να εξαπολύσει μία επίθεση κατά του Θεού και της Εκκλησίας, που δεν είχε προηγούμενό της σε εύρος και ένταση. Τους επιτέθηκε με την λογική, με την χλεύη, με αναθέματα και βλασφημίες, από όλες τις γωνίες, την φιλοσοφική, την οικονομική, την πολιτική, την γωνία που αφορά τις ιδέες και την γωνία που αφορά την πραγματικότητα… Ο ντε Σαντ ήταν ένας παθιασμένος ιδεαλιστής που δεν μπορούσε να συγχωρέσει ούτε έναν Θεό που γνώριζε αλλά επέτρεπε όλο το κακό και την εξαθλίωση, ούτε μια Εκκλησία που οι εξηγήσεις της δεν κάλυπταν την λογική του, και της οποίας οι πρακτικές και οι αντιπρόσωποί της δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με εκείνα που αυτή επιδεικτικά διακήρυσσε». 




Ο βιογράφος του ντε Σαντ Gilbert Lely

ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Το 1886 ο αυστριακός ψυχίατρος φον Κραφτ – Έμπινγκ (Richard von Krafft – Ebing, 1840 - 1902) έδωσε την χαριστική βολή στην ήδη κακοποιημένη φήμη του, χρησιμοποιώντας αυθαίρετα το όνομά του (ο ίδιος ο ντε Σαντ είχε τονίσει: «ποτέ δεν έπραξα και φυσικά ποτέ δεν θα πράξω όλα αυτά που φαντάστηκα και περιέγραψα»), όταν επινόησε μέσα στο γνωστό βιβλίο του «Σεξουαλική Ψυχοπάθεια» («Psychopathia Sexualis») τον όρο «σαδισμός» («sadisme») για να περιγράψει την σεξουαλική διέγερση από πρόκληση σωματικού ή νοητικού πόνου στο εκάστοτε ερωτικό αντικείμενο.

Η ελεύθερη κυκλοφορία των έργων του ντε Σαντ στην ίδια του την πατρίδα εξασφαλίστηκε από τα δικαστήρια μόλις το 1958, μετά από τον επίπονο και επίμονο αγώνα του εκδότη Ζαν - Ζακ Ποβέρ (Jean - Jacques Pauvert, 1926 - , με πρώτες δημοσιεύσεις το 1947, του δοκιμίου «Idee sur les romans», που αρχικά αποτελούσε τον πρόλογο στο βιβλίο «Crimes de l’ amour» και το 1948 του πρώτου τόμου της «Ζυλιέτ»). Αυτές οι δημοσιεύσεις του Ποβέρ πυροδότησαν με την σειρά τους ένα έντονο φιλοσοφικο-πολιτικό ενδιαφέρον για τον ντε Σαντ, το οποίο κορυφώθηκε κατά την δεκαετία της ανατροπής

1959 – 1969, αν και κατά τις προηγούμενες δεκαετίες του 20ου αιώνα αυτός είχε ήδη επενδυθεί με την λατρεία διάφορων λογοτεχνικών πρωτοποριών (όπως λ.χ. των «ρομαντικών», που τον έβλεπαν ως άγγελο της σκοτεινής πλευράς, των «υπερρεαλιστών», που τον έβλεπαν ως τολμητία του απαγορευμένου, ιδίως μετά από μία λογοτεχνική βιογραφία του που έφτιαξε το 1909 ο Απολλιναίρ, ή ακόμα και των προγόνων του «Καταστασιασμού» «λεττριστών») που κατόρθωναν να τον ελευθερώσουν λίγο από την χυδαία συμπίεσή του (και άρα εξουδετέρωσή του) σε πορνογραφικά μόνον πλαίσια. 

Στην ανασύνθεση της εικόνας του συνέβαλε και ο απόγονός του Xavier de Sade, που, αντίθετα από τους προγενεστέρους του, θεώρησε τιμή του την ύπαρξη μιας τέτοιας προσωπικότητας στην οικογενειακή του γραμμή, υιοθέτησε ξανά τον τίτλο του «μαρκησίου» και το 1948 επέτρεψε στον ποιητή και συγγραφέα Gilbert Lely (1904 - 1985) να μελετήσει το υλικό που είχε στην διάθεσή του για να το εκδώσει («Cahiers Personnels», 1953, «Lettres Inedites 1779 - 1784», 1954, «Oeuvres Completes du Marquis de Sade», 1961, κ.ά.), αλλά και για να συγγράψει μια αξιολογότατη βιογραφία («Vie du marquis de Sade», 1952 - 1957).

Ο γερμανός θεατρικός συγγραφέας Πέτερ Βάϊς (Peter Ulrich Weiss, 1916 – 1982) έγραψε για τον ντε Σαντ το 1963 το γνωστό πολιτικό θεατρικό έργο του «Μαρά / Σαντ» («Marat / Sade» ή «Η καταδίωξη και η δολοφονία του Ζαν-Πωλ Μαρά, όπως παίχτηκε από τον θεατρικό όμιλο του Ασύλου του Σαραντόν με τη διεύθυνση του κυρίου ντε Σαντ»), στο οποίο ο ντε Σαντ, από την θέση του φιλελεύθερου διανοούμενου συγκρούεται ιδεολογικά με τον αριστερό επαναστάτη, αμφισβητώντας τη χρησιμότητα της βίας. Δύο χρόνια αργότερα, το 1965, ο τραγικός ιάπωνας συγγραφέας Γιούκιο Μίσιμα (Yukio Mishima, 1925 – 1970), έγραψε και αυτός ένα θεατρικό για την ζωή του μαρκήσιου, το «Sado koshaku fujin» («Μαντάμ ντε Σαντ»).

ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ

Στην δύσκολη αποκατάσταση της εικόνας τού τι τελικά ζητούσε πραγματικά ο ντε Σαντ, συνεισέφεραν τις τελευταίες δεκαετίες η αγγλίδα συγγραφέας Άντζελα Κάρτερ (Angela Carter, 1940 – 1992), η αμερικανίδα συγγραφέας Καμίλ Πάγκλια (Camille Anna Paglia, 1947 - ) και ο μεξικανός ποιητής και συγγραφέας Οκτάβιο Παζ (Octavio Paz, 1914 - 1998). Αντίθετα από τις τυπικές φεμινίστριες σαν την Ντουώρκιν (Andrea Rita Dworkin, 1946 – 2005, αμερικανοεβραία συγγραφέα του βιβλίου «Pornography: Men Possessing Women», 1980), που δεν είδαν στον ντε Σαντ τίποτε άλλο από έναν μισογύνη πορνογράφο, η Κάρτερ, μετά από μια διετή παραμονή της στην Ιαπωνία που την απελευθέρωσε από πολλές «δυτικές» / χριστιανικές αγκυλώσεις της, εξέδωσε το 1978 το «The Sadeian Woman and the Ideology of Pornography», στο οποίο παρουσίασε τον μαρκήσιο ως έναν «ηθικό πορνογράφο», που καθώς τόλμησε να περιγράψει ανυπόκριτα την σχέση των δύο φύλων και τον σαρκικό έρωτα ως κοινωνική πράξη που αποβλέπει στην κυριαρχία και συνδέεται άμεσα με τα εκάστοτε και ανά τόπους ισχύοντα κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά πράγματα, ουσιαστικά έθεσε την γραφίδα του στην υπηρεσία του γυναικείου φύλου (η πρωταγωνίστριά του Ζυστίν καταλήγει συνεχώς θύμα όχι επειδή είναι γυναίκα, αλλά επειδή δεν ερμηνεύει σωστά την φύση της ανθρώπινης κοινωνίας). Θετικές, αλλά διαφορετικές ερμηνείες του, έκαναν και οι άλλοι δύο συγγραφείς, η Πάγκλια μέσα στο βιβλίο της «Sexual Personae: Art and Decadence from Nefertiti to Emily Dickinson» το 1990 και ο Παζ τρία χρόνια αργότερα, το 1993, στο ολιγοσέλιδο βιβλίο του «Un mas alla erotico: Sade», το οποίο μεταφράστηκε το 1998, το έτος του θανάτου του Παζ και στα αγγλικά ως «An Erotic Beyond: Sade».

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην Ελλάδα για πρώτη φορά κυκλοφόρησε βιβλίο του ντε Σαντ το έτος 1977 απο τις εκδόσεις «Μπουκουμάνη», οι οποίες εξέδωσαν το «Οι ατυχίες της Αρετής» που παραδόξως πέρασε απαρατήρητο από το διωκτικό μάτι των θρησκόληπτων και υπερσυντηρητικών. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με το δεύτερο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1979 από τις εκδόσεις «Εξάντας». Ήταν το βιβλίο «Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ» (σε μετάφραση Βασίλη Καλλιπολίτη), του οποίου η κυκλοφορία απαγορεύθηκε σχεδόν αμέσως από την κρατική κατασταλτική λογοκρισία και ανάλογης υποδοχής έτυχε η μετά από δύο χρόνια έκδοση από τον ίδιο εκδοτικό οίκο του βιβλίου «120 Μέρες των Σοδόμων» (1981) σε μετάφραση Τάκη Θεοδωρόπουλου - Πέτρου Παπαδόπουλου, αυτή την φορά με δικαστική δίωξη για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Λόγω της τότε συντονισμένης αντίδρασης του εκδοτικού κόσμου (σε μια ωραία πράξη συμπαράστασης, αλλά και περιφρούρησης της ελευθερίας της έκφρασης, 48 εκδότες ανήγγειλαν τότε κοινή έκδοση του έργου) και αρκετών προοδευτικών διανοούμενων, το δικαστήριο που ακολούθησε περιορίστηκε στην απαγόρευση του βιβλίου, η οποία, μετά από μακρά δικαστική ταλαιπωρία των εκδοτών, ήρθη τελικά το 1991.


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2009


ΕΠΙΛΟΓΗ EΡΓΟΓΡΑΦΙΑΣ

«Voyage d’ Italie», 1775
«L’ Inconstant», θεατρικό, 1781
«Dialogue entre un pretre et un moribund», 1782
«Jeanne Laisne ou le Siege de Beauvais», θεατρικό, 1783
«Les 120 journees de Sodome, ou l’ Ecole du libertinage», 1785, εκδόθηκε ιδιωτικά από τον Eugen Durhen (ψευδώνυμο του Iwan Bloch) στο Βερολίνο του 1904. Η δεύτερη και ακριβέστερη έκδοση έγινε από τον Maurice Heine το 1931. 
«Justine. Les Infortunes de la vertu», 1η εκδοχή, 1787
«Aline et Valcour, ou le Roman philosophique», 1788, εκδόθηκε το 1795
«Dorci, ou la Bizarrerie du sort», 1788, εκδόθηκε το 1881
«Historiettes, Contes et Fabliaux», 1788, εκδόθηκε το 1926
«Le Suborneur», θεατρικό, 1790
«Le Misanthrope par amour ou Sophie et Desfrancs», θεατρικό, 1790
«Le Comte Oxtiern ou les Effets du Libertinage», θεατρικό, 1790, εκδόθηκε το 1800
«Adresse d’ un citoyen de Paris, au roi des Francais», πολιτική μπροσούρα, 1791
«Justine ou les Malheurs de la vertu», 2η εκδοχή, 1791
«Juliette», 1η εκδοχή, 1792
«Section des Piques. Observations presentees a l’ Assemblee administrative des hopitaux», πολιτική μπροσούρα, 28 Οκτωβρίου 1792
«Section des Piques. Idee sur le mode de la sanction des Lois; par un citoyen de cette Section», πολιτική μπροσούρα, 2 Νοεμβρίου 1792
«Petition des Sections de Paris a la Convention Νationale», πολιτική μπροσούρα, 1793
«Section des Piques. Extraits des Registres des deliberations de l'Assemblee generale et permanente de la Section des Piques», πολιτική μπροσούρα, 1793
«La Section des Piques a ses Freres et Amis de la Societe de la Liberte et de l'Egalite, a Saintes, departement de la Charente-Inferieure», πολιτική μπροσούρα, 1793
«Section des Piques. Discours prononce par la Section des Piques, aux manes de Marat et de Le Pelletier, par Sade, citoyen de cette section et membre de la Societe populaire», πολιτική μπροσούρα, 1793
«Petition de la Section des Piques, aux representants de peuple francais», πολιτική μπροσούρα, 1793
«La Philosophie dans le boudoir», 1795
«La Nouvelle Justine, ou les Malheurs de la vertu», 3η εκδοχή, 1797
«Histoire de Juliette, ou les Prosperites du vice», 2η εκδοχή, 1797
«Les Crimes de l’ amour, Nouvelles heroiques et tragiques», 1800
«Adelaide de Brunswick, princesse de Saxe», 1812, εκδόθηκε το 1954
«La Marquise De Gange», 1813
«Histoire secrete d’ Isabelle de Baviere, reine de France», 1814, εκδόθηκε το 1953

Χαμένα ή κατεστραμμένα έργα: «Les Conversations du chateau de Charmelle», « La Marquise de Theleme, ou les Effets du libertinage», «Les Journees de Florbelle, ou la Nature devoilee, suivies des Memoires de l'abbe de Modose et des Adventures d'Emilie de Volnange servant de preuves aux assertions», «Les Delassements du libertin, ou la Neuvaine de Cythere», «La Fine Mouche», «L’ Honnete Ivrogne», «N’ y allez jamais sans lumiere», «La justice venitienne», «L’ Heureux Echange», «La Liste du Suisse», «La Messe trop chere», «Les Inconvenients de la pitie», «Les Reliques», «Le Cure de Prato», «Adelaide de Miramas, ou le Fanatisme protestan», «Les Caprices, ou un peu de tout», «Henriette et Saint-Clair, ou la Force du Sang», «Le Portefeuille d’ un homme de letters», «La Fille malheureuse», «L’ Egarement de l’ infortune», «Tancrede»



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Timo Airaksinen, «The Philosophy of the Marquis de Sade», London, 1995
Ρολάν Μπαρτ (Roland Barthes), «Sade, Fourier, Loyola», Paris, 1971 («Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα», Αθήνα, 1978, εκδόσεις «Άκμων»)
Maurice Blanchot, «Sade et Restif de La Bretonne», Paris, 1986
Lawrence L. Bongie, «Sade: A Biographical Essay», Chicago, 1998
Scott Carpenter, «Acts of Fiction: Resistance and Resolution from Sade to Baudelaire», University Park, PA, 1996
Angela Carter, «The Sadeian Woman and the Ideology of Pornography», London, 1978
Lucienne Frappier - Mazur, «Writing the Orgy: Power and Parody in Sade», Philadelphia, 1996
Jane Gallop, «Intersections: a reading of Sade with Bataille, Blanchot, and Klossowski», Lincoln, NE, 1981
Geoffrey Gorer, «The Revolutionary Ideas of the Marquis de Sade», London, 1934
Ronald Hayman, «Marquis de Sade: The Genius of Passion», London, 2003
Maurice Heine, «Le Marquis de Sade», Paris, 1950
Marcel Henaff, «Sade, the invention of the libertine body», Minneapolis, 1999
Gilbert Lely, «The Marquis de Sade: A Biography», New York, 1970
Maurice Lever, «Donatien Alphonse Francois, marquis de Sade», Paris, 2003
Camille Paglia, «Sexual Personae: Art and Decadence from Nefertiti to Emily Dickinson», New Haven, CT, 1990
Octavio Paz, « Un mas alla erotico: Sade» («An Erotic Beyond: Sade»), Mexico, 1994



John Phillips, «The Marquis de Sade: A Very Short Introduction», Oxford, 2005
Jean Raymond, «Un portrait de Sade», Arles, 2002
Graham E. Rodmell, «French drama of the revolutionary years», New York, 1990
Neil Schaeffer, «The Marquis de Sade: A Life», Cambridge, MA, 2000
Donald Serrell Thomas, «The Marquis de Sade: A New Biography», New York, 1976
John S. Yankowski, «The Complete Marquis De Sade», Los Angeles, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟΝ Ή ΓΙΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

«Hurlements en faveur de Sade», 1952 («λεττριστικό» δημιούργημα του Γκυ Ντεμπόρ)
«Die Verfolgung und Ermordung Jean Paul Marats dargestellt durch die Schauspielgruppe des Hospizes zu Charenton unter Anleitung des Herrn de Sade», 1967, του Peter Brook σε σενάριο Adrian Mitchell
«Marquis de Sade's Justine», 1968, του Jess Franco
 
«Eugenie. The Story of Her Journey into Perversion», 1969, του Jess Franco
«Eugenie De Sade», 1970, του Jess Franco με πρωταγωνίστριες τις Soledad Miranda και Greta Schmidt
«Salo, o le 120 giornate di Sodoma», 1975, του Pier Paolo Pasolini
«Cruel Passion (Justine) », 1977, του Chris Boger, με πρωταγωνίστρια την Koo Stark
«Waxwork», 1988, του Anthony Hickox
«Marquis», 1989, του Henri Xhonneux
«Night Terrors», 1994, του Tobe Hooper
«Marquis de Sade», 1994, των Joe D’ Amato και Franco Lo Cascio, με πρωταγωνιστή τον Rocco Siffredi
«Marquis de Sade Dark Prince», 1996, της Gwyneth Gibby, με πρωταγωνιστές τους Nick Mancuso και Janet Gunn
«Sade», 1999, του Benoit Jacquot
«Quills», 2000, του Philip Kaufman με πρωταγωνιστή τον Geoffrey Rush
«Lunacy», 2005, του Jan Svankmajer















 








 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ