Κλωντ - Αλεσάντρ
Γκουζόν
(Jean-Marie Claude Alexandre Goujon, Bourg-en-Bresse, 13 Απριλίου 1766 – Paris, 17 Ιουνίου 1795) Γάλλος συγγραφέας, δικηγόρος και «Ιακωβίνος» επαναστάτης, μάρτυρας της ελευθερίας μετά την καταστολή της εξέγερσης της 1ης Πραιριάλ του έτους 3 (20 Μαϊου 1795).
οργάνου της Δημοκρατίας, το οποίο να εποπτεύει τις τιμές των σιτηρών, ενώ την ίδια εποχή έγινε προσωπικός φίλος του κατά δύο χρόνια νεότερού του διανοούμενου Πιερ Φρανσουά Τισσώ (Pierre Francois Tissot, 1768 - 1854), του οποίου την αδελφή Σοφία (Sophie) νυμφεύτηκε λίγο αργότερα, στις 5 Μαρτίου 1793. ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΤΩΝ «ΟΡΕΙΝΩΝ» Όταν έπεσαν οι «Γιρονδίνοι» και η υπό τον έλεγχο των «Ορεινών» «Συμβατική» ψήφισε τον Οκτώβριο του 1793 την ίδρυση του οργάνου που είχε ζητήσει παλαιότερα ο Γκουζόν, την «Commission des subsistances et approvisionnements», έγινε ένα από τα τρία επικεφαλής στελέχη της και παρήγαγε εξαιρετικό έργο για να μην πεινάσει ο λαός. Στις 25 Μπρυμαίρ του έτους 2 (15 Νοεμβρίου 1793) εξέδωσε για όλη την δοκιμαζόμενη δημοκρατική επικράτεια ένα έδικτό του, το οποίο καθόριζε τον τύπο ψωμιού που έπρεπε να απολαμβάνει όλος ο πληθυσμός, το λεγόμενο «ψωμί της ισότητας». Υπηρέτησε επίσης και ως υπουργός Εξωτερικών για ένα μικρό διάστημα του Απριλίου 1794. Έχοντας εκλεγεί επιλαχών βουλευτής με την παράταξη των «Ορεινών» στις εκλογές του 1792, μπήκε τελικά στην «Συμβατική» τον ίδιο μήνα (Απρίλιο του 1794), έπειτα από την σύλληψη, καταδίκη και εκτέλεση με την κατηγορία της «προδοσίας» του βουλευτή Ερώ ντε Σεσέλ (Marie Jean Hérault de Séchelles, 1759 – 1794). Λίγο πριν την 9η Θερμιδώρ και την ανατροπή των «ροβεσπιεριστών», στάλθηκε εντεταλμένος αντιπρόσωπος στις στρατιές του Ρήνου, όπου ο γαμπρός του Τισσώ τον ακολούθησε ως γραμματέας. Όντας μετριοπαθής «Ιακωβίνος» δεν έγινε στόχος των αντιδραστικών μετά την ανατροπή του Ροβεσπιέρου και έτσι μπόρεσε από τα έδρανα της «Εθνοσυνέλευσης» να υπερασπιστεί αρχικά τα πρώην μέλη των επιτροπών «Κοινής Σωτηρίας» και «Γενικής Ασφαλείας», την δίωξη των οποίων ζητούσε επίμονα ο «θερμιδωριανός» Λεκουάντρ (Laurent Lecointre, 1742 - 1805) και επίσης αργότερα, τον Μάρτιο του 1795, να εναντιωθεί στην προσπάθεια επαναφοράς των αντιδραστικών «Γιρονδίνων» βουλευτών.
Albitte, Jean Peyssard, Lecarpentier de la Manche, Jacques Pinet, Jean Borie, Joseph-Pierre-Marie Fayau και Philippe Jacques Ruhl) μεταφέρθηκαν σε φυλακές μακριά από το Παρίσι (ο Γκουζόν μεταφέρθηκε στο Morlaix), ώστε να μην υπάρχει η πιθανότητα να απελευθερωθούν με εισβολή του λαού στις φυλακές, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις χιλιάδων «Αβράκωτων» και τριάντα ακόμη «Ορεινών» βουλευτών, με αποτέλεσμα η παράταξη να διαλυθεί οριστικά. ΔΙΚΗ ΣΕ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ Οι φυλακισμένοι βουλευτές, ενόσω περίμεναν να δικαστούν, συμφώνησαν να αυτοκτονήσουν εάν τελικά καταδικαστούν (δύο μάλιστα από αυτούς, ο Philippe Jacques Rühl, που είχε σπάσει την «sainte ampoule», δηλαδή το δοχείο με το «άγιο λάδι» που επί αιώνες χρησιμοποιούσαν οι θεοκράτες στις στέψεις των βασιλιάδων της Γαλλίας και ο Nicolas Maure, τέως μέλος της «Επιτροπής Δημόσιας Ασφαλείας», δεν περίμεναν καν την δίκη και αυτοκτόνησαν στις 29 Μαϊου και 3 Ιουνίου αντίστοιχα). Η δίκη τους έγινε στις 17 Ιουνίου 1795 στο Παρίσι, μπροστά σε στρατοδικείο, και παρ’ όλο που δεν υπήρξε καμμία απολύτως απόδειξη για «συνωμοσία», έξι από τους κατηγορούμενους, που αργότερα η δημοκρατική παράδοση τους τίμησε ως «μάρτυρες του Πραιριάλ», οι Ντυρουά (Jean – Michel Duroy, 1753 - 1795), Σαρλ – Ζιλμπέρ Ρομ (Charles - Gilbert Romme, 1750 – 1795), Σουμπρανύ (Pierre Soubrany, 1752 - 1795), Ντυκενουά (Ernest Dominique François Joseph Duquesnoy, 1749 - 1795), Μπουρμπότ (Pierre Bourbotte, 1763 - 1795) και ο Γκουζόν καταδικάστηκαν σε θάνατο στην λαιμητόμο. Στην απολογία του ο Γκουζόν δήλωσε υπερήφανα στους στρατοδίκες: «έχω δώσει όρκο να το υπερασπιστώ (δηλαδή το ιακωβίνικο Σύνταγμα του 1793) και να πεθάνω γι’ αυτό. Πεθαίνω ευτυχισμένος που δεν πάτησα τον όρκο μου!» («J’avais juré de la défendre et de périr pour elle. Je meurs content de n’avoir point trahi mon serment!»)
σουν και κτυπήθηκαν με το ίδιο μαχαίρι στο στήθος. Το έδινε ο ένας στον άλλον, φωνάζοντας ‘ζήτω η Δημοκρατία!’. Ωστόσο δεν στάθηκαν τυχεροί όλοι να πεθάνουν μαζί. Πέθαναν μονάχα οι Ρομ, Γκουζόν και Ντυκενουά, ενώ οι άλλοι τρείς οδηγήθηκαν μισοπεθαμένοι στην καρμανιόλα, διατηρώντας όμως ακόμα στα πρόσωπά τους την αρχική τους γαλήνη…» (όπως παρατίθεται στην «Λαιμητόμο Αρετή»). Την μνήμη του Γκουζόν, που χάθηκε σε ηλικία μόλις 29 ετών, τίμησε τέσσερα χρόνια αργότερα ο Τισσώ στο βιβλίο του «Souvenirs de la journée du 1er prairial, an III» (που περιείχε και δύο κείμενα του νεκρού και έναν ύμνο που συνέθεσε μέσα στην φυλακή) και επίσης πήρε υπό την προστασία του την χήρα και τα παιδιά του. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2008 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Jules Arsène Arnaud Claretie, «Les Derniers Montagnards, Ηistoire de l'insurrection de Prairial an III d'après les documents», Paris, 1867 Βλάσης Ρασσιάς, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν», Αθήνα, 2007 F. P. Tissot , «Souvenirs de la journée du 1er prairial, an III. Contenant deux écrits de Goujon, son Hymne en musique ; suivis de sa défense, de celles de Romme et de Bourbotte, et de deux lettres de Soubrani», Paris, 1799 R. Vatar, «Lettres écrites par Goujon à sa famille depuis le jour de son arrestation jusqu'à la veille de sa mort. Hymne des prisonniers du château du Taureau», Paris, 1795 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |