Η ΘΕΑ ΝΕΜΕΣΙΣ Θεά εξισορροπητική που
εξασφαλίζει μέσα στον Κόσμο το αδιασάλλευτο του
Ορθού ή Ιερού και του Δικαίου, στο δε ανθρώπινο
επίπεδο θέτει όρια στον εγωϊσμό και τιμωρεί την
αδιαφορία για το κοινό καλό ή την υπεροψία, την
αλαζονεία και την Ύβριν.
Σύμφωνα με τις διάφορες μυθολογικές αφηγήσεις, η Νέμεσις «γεννήθηκε»: 1. από την Νύκτα, δίχως «αρσενικό» στοιχείο (κατά την «Θεογονία» του Ησιόδου, 223) 2. από τον Ωκεανό (κατά τα «Διονυσιακά» του Νόννου, και την τοπική παράδοση του Ραμνούντος, όπως σημειώνει ο Παυσανίας) 3. από το Έρεβος και την Νύκτα (κατά τον Υγίνο) 4. από τον Θεό Δία («Κύπρια έπη», απόσπ. 8) 5. από την Θεά Δίκη (κατά τον Μεσομήδη) Η Μυθολογία αποδίδει στην Θεά Νέμεσι και τον Τάρταρο την «γέννηση» των τεσσάρων («θελγόντων») δαιμόνων Τελχινών (Ακταίος, Μεγαλήσιος, Ορμενός και Λύκος, κατά τον Βακχυλίδη, απόσπ. 52). Ο Απολλόδωρος και άλλοι («Homerica Cypria», απόσπ. 8, Υγίνος, κ.ά.) αποδίδουν στην Θεά Νέμεσι και τον Θεό Δία την εξ αυγού «γέννηση» της αναβλαστικής θεότητας Ελένης ή Ελάνης (επίσης, κατ’ άλλους, και των Διοσκούρων), εξ ου και το επίθετο της Ελένης «Ραμνουσίς», αφού κατά την τοπική παράδοση που μεταφέρει ο Καλλίμαχος, ο Ζευς συνευρέθηκε με την Νέμεσι στον Ραμνούντα της Αττικής. Στον εν Ραμνούντα Ναό της Νεμέσεως, απεικονιζόταν η Λήδα να οδηγεί την «θυγατέρα» της Ελένη στην Θεά Νέμεσι. Αυτονόητα μιλάμε εδώ όχι για την ηρωϊδα των ομηρικών επών, αλλά για την ηλιακή (εκ του ουσιαστικού «είλη» ή «έλη», το ηλιακό θάλπος) μυκηναϊκή θεότητα που συνέχισαν να την τιμούν στις Θεράπνες της Λακωνίας, μαζί με μία «αρσενική» θεότητα που εξωτερικά έφερε το όνομα του Μενελάου, ακόμα και κατά την αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή: «ΕΤΙ ΓΑΡ ΚΑΙ ΝΥΝ ΕΝ ΘΕΡΑΠΝΑΙΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΚΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΑΥΤΟΙΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΙΝ ΟΥΧ’ ΩΣ ΗΡΩΣΙΝ, ΑΛΛ’ ΩΣ ΘΕΟΙΣ ΑΜΦΟΤΕΡΟΙΣ ΟΥΣΙΝ». Στην Ύστερη Αρχαιότητα επίσης, η Θεά Ελένη λατρευόταν στο Ίλιον (Τροία) με το κοινό με την Νέμεσι προσωνύμιο «Αδράστεια». ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ Το όνομα της Θεάς ετυμολογείται από το ρήμα «νέμω», δηλαδή κατανέμω δίκαια και το ουσιαστικό «νέμησις», δηλαδή απονομή του οφειλομένου. «ΝΕΜΕΣΙΣ ΔΕ ΑΠΟ ΤΗΣ ΝΕΜΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣΗΓΟΡΕΥΕΤΑΙ, ΔΙΑΙΡΕΙ ΓΑΡ ΤΟ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝ ΕΚΑΣΤΩι» γράφει ο Κορνούτος, δηλαδή η Νέμεσις λέγεται έτσι «από την διανομή, γιατί ξεχωρίζει το τι θα δοθεί στον καθένα». Παράγωγα της θεολογίας της είναι τα ρήματα «νεμεσάω», «νεμεσώ», που σημαίνει αισθάνομαι δίκαιη αγανάκτηση, και η λέξη «νεμεσήμων», σημαίνουσα τον πλήρη δικαίας οργής, καθώς και η αμφίσημη «νεμεσητός», που άλλοτε σημαίνει τον προξενώντα αγανάκτηση, και άλλοτε τον αξιοσέβαστο («Ιλιάδα» Λ 649). ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ Η Νέμεσις είναι Θεά εξισορροπητική που, στον «εκδηλωμένο» κόσμο της ροής και της συνεχούς αλλαγής εξασφαλίζει, ως βοηθός του Θεού Διός και «πάρεδρός» του, το αδιασάλλευτο του Ορθού ή Ιερού και του Δικαίου. Η φύση της αυτή, την σχετίζει σε σχήμα θείας τριάδος με τις Θεές Θέμιδα και Δίκη, ανταλλάσσουν δε μεταξύ τους πάμπολλά χαρακτηριστικά (σε κανονική «τριάδα» τις βρίσκουμε σε ανάγλυφα από την Θάσο, την Ιεραπόλη, κ.α.). Στο ομώνυμο λήμμα του Λεξικού Lidell-Scott, η θεά περιγράφεται ως «τον υπερόπτην ταπεινούσα, τον εν μεγάλαις ευτυχίαις τρυφώντα καταρρίπτουσα και την ισορροπίαν της τύχης των ανθρώπων επιδιώκουσα και μεγάλων εγκλημάτων τιμωρός». Υπό αυτές τις ιδιότητές της, η Θεά Νέμεσις αποτελεί την κυρίαρχη θεότητα πίσω από τα αφηγούμενα του θεατρικού είδους της Τραγωδίας, που κατ’ εξοχήν ασχολείται με το μεγάλο ζήτημα της «Ύβρεως». Η «Ύβρις», που αποτελεί ένα από τα βασικότερα σημεία της ιδιαίτερης κομοαντίληψης των Ελλήνων, ορίζεται ως η αυθάδεια και αλαζονεία που εκδηλώνουν οι θνητοί με υπέρβαση των ορίων που έχει θέσει ο ηθικός και θεϊκός Νόμος και χαρακτηριστική είναι η παλαιότατη προειδοποίηση του φιλοσόφου Ηρακλείτου πως αυτή πρέπει να σβήνεται περισσότερο και από την πυρκαγιά («ΎΒΡΙΝ ΧΡΗ ΣΒΕΝΝΥΝΑΙ ΜΑΛΛΟΝ Ή ΠΥΡΚΑΪΗΝ»). Η Θεά Νέμεσις εργάζεται μαζί με την Θεά Δίκη, καθώς από κοινού οι δύο Θεές «μικραίνοντας εύκολα τους μεγάλους, φροντίζουν να μην σκέφτεται ο άνθρωπος πάνω από τα όσα του επιτρέπει η φύση του» («ΟΥΚ ΕΩΣΑΙ ΜΕΙΖΟΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΦΡΟΝΕΙΝ, ΑΛΛΑ ΡΑΔΙΩΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΕΚ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΟΙΟΥΣΑΙ», όπως γράφει ο Αίλιος Αριστείδης, περ. 117 – 189, στον «Πρεσβευτικόν προς Αχιλλέα», 436. 28). Στα «Ονειροκριτικά» του (2.37), ο Αρτεμίδωρος γράφει τον 2ο αιώνα πως η Θεά Νέμεσις είναι πάντοτε αγαθή προς τους ανθρώπους που ζουν σύμφωνα με τους νόμους ή με μέτρο, καθώς και στους φιλοσόφους, αντιθέτως στους παρανομούντες, στους επιθέμενους στους άλλους και στους υπέρφρονες στέκεται ενάντια και εγείρει εμπόδια σε όσα επιχειρούν: «ΝΕΜΕΣΙΣ ΑΕΙ ΤΟΙΣ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟΝ ΖΩΣΙΝ ΑΓΑΘΗ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΟΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙΣ. ΤΟΙΣ ΔΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣΙ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΕΠΙΤΙΘΕΜΕΝΟΙΣ ΤΙΣΙ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΡΕΓΟΜΕΝΟΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΩΝ». ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ Στην Αττική λατρεύθηκε με ιδιαίτερο ιερό της («Νεμεσείον») στην περιοχή του Ραμνούντος, εξ ου και το όνομα «Ραμνουσία». Προς τιμήν της, καθώς επίσης και προς τιμήν των νεκρών προγόνων, αφού «Η ΝΕΜΕΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΩΝ ΤΕΤΑΚΤΑΙ», εορτάζονταν τα ολονύκτια «Νεμέσεια» ή «Νεμέσια» στις 5 του αττικού μηνός Βοηδομιώνος (του 3ου δηλαδή σεληνιακού μηνός, τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο). Το εκεί λατρευτικό άγαλμα της Θεάς το σμίλευσε είτε ο Αγοράκριτος, είτε ο Διόδοτος, είτε ο Φειδίας (οι αρχαίες πηγές αντιφάσκουν) από ένα τεράστιο κομμάτι μαρμάρου, που είχαν φέρει οι Πέρσες από την Πάρο, με σκοπό να υψώσουν τρόπαιο όταν θα καταλάμβαναν την Αθήνα. Λατρεύθηκε επίσης στην Σμύρνη, υπό δύο διαφορετικές εκδοχές της που ωστόσο και οι δύο προέρχονταν από την Νύκτα (Παυσανίας, 7.5.1), καθώς και στην Πάτρα (με Ναό που φιλοξενούσε κολοσσιαία μαρμάρινα αγάλματα, Παυσανίας 7.20.9), την Κύζικο και την Κω (σε συλλατρεία με την Θεά Αδράστεια ως ξεχωριστή θεότητα, όπως μαρτυρεί επιγραφή του 2ου π.α.χ.χ. αιώνος, Iscr. de Cos ED144), καθώς και στην Πασμασό της Καππαδοκίας (σύμφωνα με την μαρτυρία χριστιανών: «εν τόπω καλουμένω Πασμασώ, ένθα της Νεμέσεως εστήρικτο βδέλυγμα»). Ιερά σύμβολα της Θεάς είναι ο πήχυς, το χαλινάρι, το ξίφος, η μάστιγα και ο (κοινός με την Εκάτη) τροχός, «ΣΗΜΑΙΝΩΝ ΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΑΣΤΑΤΑ ΚΑΙ ΑΒΕΒΑΙΑ ΤΥΓΧΑΝΕΙΝ, ΕΠΕΙ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΧΟΣ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ ΑΝΑΚΥΚΛΟΥΜΕΝΟΣ ΑΣΤΗΡΙΚΤΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ», όπως γράφει τον 2ο αιώνα ο Βέτιος Βάλης (Vettius Valens, 120 - 175). Ιερός αριθμός της Θεάς είναι το 5, όπως τουλάχιστον διασώσει ο Ιάμβλιχος αναφορικά με τους Πυθαγορείους («ΟΤΙ ΝΕΜΕΣΙΝ ΚΑΛΟΥΣΙ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΔΑ»). Το 5 είναι σημαντικό διότι περιλαμβάνει τις αρχετυπιές μορφές όλων των αριθμών, δηλαδή τον πρώτο άρτιο (2) και τον πρώτο περιττό (3), αλλά και συμβολίζει όλες τις δυνατότητες του εκδηλωμένου κόσμου, αφού 5 είναι τα κανονικά πολύεδρα σώματα (πυραμίς, κύβος, οκτάεδρο, δωδεκάεδρο και εικοσάεδρο). Αρχικά, η Νέμεσις απεικονιζόταν όμοια με την Θεά Αφροδίτη (της οποίας στην Κύπρο απετέλεσε και επίθετο, απεικονίσθηκε δε ως Αφροδίτη – Νέμεσις σε νόμισμα της Πάφου της εποχής του βασιλιά Ευαγόρα) και με την πάροδο του χρόνου μοιράστηκε στοιχεία της Θεάς Τύχης. Στις αρχές του 2ου αιώνος, ο Δίων Χρυσόστομος την παρουσιάζει ως πλευρά της Θεάς Τύχης, καθώς η ακριβοδίκαιη εκδήλωσή της τελευταίας ονομάζεται Νέμεσις, η δε άγνωστη ακόμα εκδήλωσή της ονομάζεται Ελπίς: «ΟΝΟΜΑΣΤΑΙ ΔΕ Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΠΟΛΛΟΙΣ ΤΙΣΙΝ ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΟΝΟΜΑΣΙ, ΤΟ ΜΕΝ ΙΣΟΝ ΑΥΤΗΣ ΝΕΜΕΣΙΣ, ΤΟ ΔΕ ΑΔΗΛΟΝ ΕΛΠΙΣ». Το λατρευτικό της άγαλμα στον Ραμνούντα, έφερε στέμμα και κρατούσε στο αριστερό χέρι κλάδο μηλιάς και σπονδικό αγγείο στο δεξί. Αλλού, και αργότερα, απεικονίζεται με χαλινάρι ή κλαδί μελιάς στο αριστερό χέρι και με τροχό, ή ξίφος, ή μάστιγα στο δεξί. Σε άλλες απεικονίσεις εμφανίζεται επάνω σε άρμα που το έλκουν γρύπες ή να έχει γρύπα καθισμένο δίπλα στα πόδια της (όπως σε άγαλμά της της Ύστερης Αρχαιότητας από το Viminacium). Επικλήσεις και επίθετά της είναι τα: «Αδράστεια» (εκείνη από την οποία δεν δραπετεύει κανείς), «Αιδία», «Δικαία» (σε ανάγλυφο της Θεσσαλονίκης και σε βωμό από τα Θιάτειρα της Φρυγίας, όπου απεικονίζεται να κρατεί ζυγαριά), «Δικασπόλος» (εκ του «Δίκα» και «πέλω», εκείνη που απονέμει δικαιοσύνη), «Ιχναίη» (η κατ' ίχνος και κατά πόδας παρακολουθούσα), «Πανδερκής» (βλέπουσα τα πάντα), «Πολύσεμνος», κ.ά. «Γλώσσης αντίπαλον» την αποκαλεί τον 1ο αιώνα ο Αντίφιλος του Βυζαντίου («Anthologia Graeca», VII 630): «ΠΑΝΤΑ ΛΟΓΟΝ ΠΕΦΥΛΑΞΟ ΤΗΝ ΑΥΡΙΟΝ, ΟΥΔΕ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΛΗΘΕΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΗΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΝ ΝΕΜΕΣΙΝ», δηλαδή «απόφευγε ακόμα και την λέξη αύριο, γιατί ούτε τα μικρά πράγματα δεν ξεφεύγουν από την αντίπαλο της γλώσσας μας Θεά Νέμεσι». Ο λεγόμενος «Ορφικός» ύμνος προς την Θεά, έχει ως ακολούθως: «Ω Νέμεσι, κληίζω σε, Θεά, βασίλεια μεγίστη, πανδερκής, εσορώσα βίον θνητών πολυφύλων, αϊδία, πολύσεμνε, μόνη χαίρουσα δικαίοις, αλλάσσουσα λόγον πολυποίκιλον, άστατον, αιεί, ήν πάντες δεδίασι βροτοί ζυγόν αυχένι θέντες, σοι γαρ αεί γνώμη πάντων μέλει, ουδέ σε λήθει ψυχή υπερφρονέουσα λόγων αδιακρίτωι ορμήι. Παντ’ εσοράς και παντ’ επακούεις, και πάντα βραβεύεις, εν σοι δ’ εισί δίκαι θνητών, πανυπέρτατε δαίμον. Ελθέ μάκαιρ’, αγνή, μύσταις επιτάρροθος αιεί, δος δ’ αγαθήν διάνοιαν έχειν, παύουσα πανεχθείς γνώμας ουχ οσίας, πανυπέρφρονας, αλλοπροσάλλας». Ο δε μεταγενέστερος (2ος αιών) διασωθείς «Ύμνος εις Νέμεσιν» του κρητικής καταγωγής ποιητή Μεσομήδους, λέει τα ακόλουθα: «Νέμεσι πτερόεσσα βίου ροπά, κυανώπι θεά, θύγατερ Δίκας, α κούφα φρυάγματα θνατών επέχεις αδάμαντι χαλινώι, έχθουσα δ' ύβριν ολοάν βροτών μέλανα φθόνον εκτός ελαύνεις. Υπό σον τροχόν άστατον αστιβή, χαροπά μερόπων στρέφεται τύχα, λήθουσα δε παρ πόδα βαίνεις, γαυρούμενον αυχένα κλίνεις. Υπό πήχυν αεί βίοτον μετρείς, νεύεις δ' υπό κόλπον όφρυν αεί ζυγόν μετά χείρα κρατούσα. Ίλαθι μάκαιρα δικασπόλε, Νέμεσι πτερόεσσα βίου ροπά. Νέμεσιν θεόν άδομεν αφθίταν, Νίκην τανυσίπτερον ομβρίμαν νημερτέα και πάρεδρον Δίκας, α ταν μεγαλανορίαν βροτών νεμεσώσα φέρεις κατά Tαρτάρου», που στην νέα Ελληνική αποδίδεται «Νέμεσι πτερωτή, του βίου ισορροπία, γαλανομάτα Θεά, της Δίκης θυγατέρα, που τις κούφιες των θνητών αυθάδειες συγκρατείς με διαμαντένιο χαλινάρι, εχθρευόμενη δε την των θνητών ολέθρια ύβρι τον μαύρο φθόνο αποδιώχνεις. Κάτω από τον ασταμάτητο τροχό σου που σε δρόμους απάτητους τρέχει, χαρωπή περιστρέφεται και των θνητων η τύχη, αόρατη δε δίπλα στα πόδια τους βηματίζεις και κάθε επαιρόμενο αυχένα λυγίζεις. Στον πήχυ σου πάντα τους βίους μετράς και στις καρδιές στρέφεις το αυστηρό σου βλέμμα, πάντα στο χέρι κρατώντας ζυγαριά. Δείξε ευμένεια, μακάρια της Δικαιοσύνης πάροχε, Νέμεσι πτερωτή, του βίου ισορροπία. Την αθάνατη Θεά Νέμεσι υμνούμε, την φτερουγίζουσα και ισχυρή και αψευδή Νίκη, που κοντά στον θρόνο της Δίκης κάθεται, εσέ που τιμωρούσα των θνητών την έπαρση, προς τον Τάρταρο την πηγαίνεις». Η ΝΕΜΕΣΙΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ Η Θεά υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους αυτούσια και με το Ελληνικό όνομά της, σε σημείο που αργότερα, τον 1ο αιώνα, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος να τονίζει δύο φορές μέσα στο ίδιο κείμενο («Naturalis Historia», 11.251.3-4 και 28.22.5-6) το ότι η Νέμεσις είναι μια Θεά για την οποία δεν έχει βρεθεί ένα λατινικό όνομα παρά το ότι έχει εισέλθει και σε αυτό το ίδιο το Καπιτώλιο («quae Dea Latinum nomen ne in Capitolio quidem invenit» και «Graecam Nemesin invocantes, cuius ob id Romae simulacrum in Capitolio est, quamvis Latinum nomen non sit?»). Κατά την αυτοκρατορική εποχή, η Θεά Νέμεσις σχετίστηκε έντονα με την Θεά Δικαιοσύνη (Iustitia) και την Θεά Ισονομία (Aequitas), μετά τον 3ο μ.α.χ.χ. αιώνα μάλιστα υπέστη και θεοκρασία με την Θεά Τύχη (Fortuna) ως «Nemesis Fortuna», ενώ στην ρωμαϊκή Ανατολή ταυτίστηκε και με την λεγόμενη «Σύρια Θεά» («Dea Syria») ή Αταργάτιδα. Από την 1ο αιώνα υπέστη επίσης θεοκρασία με την Θεά Αρτέμιδα (Diana) και την Θεά Ειρήνη (Pax). Aφιερωματικά ανάγλυφα της Νεμέσεως – Ντιάνα έχουν διασωθεί από τις βαλκανικές ρωμαϊκές πόλεις Andautonia, Ovilava και Teurnia, καθώς και από την Κολωνία και την Βόννη, και αγάλματά της από το Carnuntum, την Aquileia, κ.α. Ο Ιούλιος Καίσαρ έστησε στην Αλεξάνδρεια άγαλμα της Θεάς Nemesis - Pax, η οποία αργότερα εμφανίστηκε (πτερωτή και κρατούσα κηρύκειο) και σε νομίσματα του Νέρωνος, του Κλαυδίου, του Βεσπασιανού, του Τραϊανού και του Αδριανού. Από βωμούς, επιγραφές, αγάλματα και αφιερώματα, γνωρίζουμε ότι η Νέμεσις προσφωνήθηκε ως «Caelestis» (Ουρανία), «Augusta», «Regina», «Victrix» (Νικήτρια), «Sebaste», «Ultrix» (Εκδικήτρια) και «Sancta», θεωρείτο δε ότι αυτή δίδαξε στους ανθρώπους την τέχνη της γεωρήσεως (εξ ου και «Nemesis Campestris»). Ως «Victrix» απεικονίζεται να πατάει επάνω σε ηττημένο εχθρό, με πρώτη τέτοια διασωθείσα εμφάνισή της σε νομίσματα του Τραϊανού που κόπηκαν στην Αλεξάνδρεια και μετά ακολούθησαν πολλές άλλες σε αγάλματα και ανάγλυφα σε όλη την ρωμαϊκή επικράτεια (στην Ελλάδα έχουν διασωθεί απεικονίσεις από τον Πειραιά, την Γόρτυνα, την Θεσσαλονίκη, κ.ά). Η ρωμαϊκή Νέμεσις λατρεύθηκε κυρίως από νομικούς αλλά και νικητές στρατηγούς και ήταν επίσης προστάτις των μονομάχων (Gladiatores) και των αγωνιστών με άγρια θηρία (Venatores). Ο λατρευτικός της θίασος, από την Ιταλία έως και την άκρα Ιβηρική (βλ. επιγραφή «Αmici Nemesiaci» στην Έβορα, CIL II, 5191) έφερε την ονομασία «Νεμεσιακοί» («Nemesiaci») και καλλιεργούσε επίσης την μαντική. Στους ιερείς αυτούς επετέθη με ιδιαίτερη οξύτητα, προσπαθώντας να τους γελοιοποιήσει, ο βορειοαφρικανός χριστιανός επίσκοπος του 3ου αιώνα Κομμοδιανός, στο κεφάλαιο «Nemesiacis Vanis» του κειμένου του «Instructiones», ετέθησαν δε εκτός νόμου από τους χριστιανούς αυτοκράτορες Ονώριο και Θεοδόσιο, τον Νοέμβριο του 412 («Codex Theodosianus», 14.7.2). Βλάσης Γ. Ρασσιάς, Μάρτιος 2015 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Carassiti Anna Maria, «Dizionario di mitologia greca e romana», Roma, 1996 Farnell Lewis Richard, «The Cults of the Greek States», τόμος 2, Oxford, 1896 Hornum Michael B., «Nemesis, the Roman State and the Games», Leiden, 1993 Stafford E. J., «Nemesis. Hybris and Violence», Paris, 2005 Walz Christian, «De Nemesi Graecorum», Tubingen, 1852
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |