Έντυπα «Αντεργκράουντ», τμήμα δεύτερο (G – L)

Παρουσίαση διαφόρων underground εντύπων.

Με τον εν καιρώ εμπλουτισμό τους, στα τέσσαρα συνολικά τμήματα αυτής της παρουσίασης, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα έντυπα από τον αχανή ουρανό του «υπόγειου τύπου» των δεκαετιών 1960, 1970 και 1980.







«GANDALF'S GARDEN» (1968 - 1971)

Βρετανική πολύχρωμη αντεργκράουντ «χίπι» εφημερίδα, την οποία εξέδωσε σε 6 συνολικά τεύχη η ομώνυμη μυστικιστική / ψυχεδελική κοινότητα που λειτουργούσε ένα «πνευματικό κέντρο» (καφετέρεια και κέντρο διαλογισμού) στο Τσέλση (Chelsea) του Λονδίνου.

Εκδότης της εφημερίδας, η ύλη της οποίας περιστρεφόταν γύρω από την πνευματική αναζήτηση, την εναλλακτική θεραπευτική, το Ζεν, τον σαμανισμό, την διεύρυνση της συνείδησης, τον διαλογισμό, τον Σουφισμό, την λογοτεχνία διαφυγής και επιστημονικής φαντασίας και άλλα ανάλογα θέματα, ήταν ο φοιτητής Καλών Τεχνών Μαρτιν Μάρραιη (Martin ή «Muz» Murray, μετέπειτα γιόγκι υπό το όνομα Ramana Baba) και ανάμεσα στους πολλούς που δημοσίευσαν σε αυτήν ήσαν οι Spike Milligan, Christopher Logue, Adrian Mitchell και Joan Baez.

Στο editorial του πρώτου τεύχους ο Μάρραιη, που στις αρχές της δεκαετίας του 1969 είχε περιηγηθεί με ωτοστόπ την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, και σε μία ακτή της Κύπρου είχε βιώσει το 1964 μία μυστικιστική εμπειρία που ο ίδιος περιέγραφε ως πολύ βαθύτερη από τις ανάλογες που γίνονται με τη βοήθεια ψυχοδηλωτικών, έγραφε: «Ο κήπος του Γκάνταλφ είναι ο μαγικός κήπος των εσωτερικών μας κόσμων, που βλασταίνει μέσα στον εκδηλωμένο κόσμο. Ο κήπος του Γκάνταλφ είναι μια ροή ψυχής μέσα από τις πέννες δημιουργών: μυστικιστών, συγγραφέων, καλλιτεχνών, σκαφτιάδων και ποιητών…».

«Γκάνταλφ» ήταν το όνομα του μάγου στο μυθιστόρημα του Τόλκιεν «Ο άρχων των δακτυλιδιών», που κατά τον Μάρραιη ενσάρκωνε την ανάγκη για κοινό αγώνα κατά του σκότους. Η εφημερίδα «Gandalf’s Garden» σταμάτησε την κυκλοφορία της το 1971, όταν η ομώνυμη κοινότητα κατέληξε σε διασπορά, με μισή ντουζίνα «σπερματικά κέντρα» της (δηλαδή «εστίες συγκέντρωσης ατόμων που είναι ανοικτά στην καθολικότητα των προς ανακάλυψη πραγμάτων σε αυτό το καταπληκτικό επίπεδο ύπαρξης») σε διάφορα σημεία του πλανήτη.


«THE GEORGIA GRAPE» (1972)

Αντεργκράουντ εβδομαδιαία εφημερίδα του Βανκούβερ του Καναδά που γεννήθηκε από μία διάσπαση της πολυπληθούς εκδοτικής κολλεκτίβας της εφημερίδας «Georgia Straight» τον Ιανουάριο του 1972, όταν διαφώνησαν με τον εκδότη Νταν Μακ Λέοντ (Dan McLeod, που δεν δεχόταν την άποψή τους ότι «η εφημερίδα ανήκει σε αυτούς που την γράφουν») οι Mick Lowe, Tony Tugwell, Irving Stowe, Mort Briemberg, John Cleveland, Mike Quigley, Korky Day (ο αποτελεσματικότερος πωλητής δρόμου της «Georgia Straight»), David Garrick, Steve Garrod (υπεύθυνος lay – out της νέας εφημερίδας μαζί με την Alison Hogan), Peter R. Burton (που έδωσε το όνομα στην νέα εφημερίδα), Rick McGrath, Robert Sarti, Jeff Marvin, Ken Lester, Eric Sommer, Sylvia Hawreliak (υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των πορνών), Barb Cochrane, Brad Robinson, Nancy Naglin, Lori Rosenthal, Shelley Reitberger, Ellie Waldman και Dara Culhane.

Το πρώτο τεύχος της «Georgia Grape» κυκλοφόρησε στις 20 Ιανουαρίου 1972 από τα επί δύο εβδομάδες υπό κατάληψη γραφεία της «Georgia Straight» στην Powell Street. Δικαιώνοντας άθελά τους τον Μακ Λέοντ που δεν έβλεπε κανένα μέλλον σε έντυπα συλλογικής ιδιοκτησίας, οι εκδότες της «Georgia Grape» δεν κατόρθωσαν να την κρατήσουν ζωντανή ούτε καν μέχρι τα τέλη της χρονιάς. Με προτροπή των Mort Briemberg, John Cleveland και Peter R. Burton, η «Georgia Grape» παρέδωσε την εκδοτική σκυτάλη στην διάδοχο εφημερίδα «The Western Voice».

Στο τεύχος 8 με ημερομηνία 8 Μαρτίου 1972 ο εκ των ιδρυτών της «Georgia Straight» Pierre Coupey έγραψε μια δισέλιδη καταγγελία της προσωπικής ιδιοποίησης της εφημερίδας από τον Μακ Λέοντ, με τίτλο «Straight Beginnings: The Rise and Fall of the Underground Press». Από τις πιο τολμηρές δημοσιεύσεις της «Georgia Grape» ήταν ένα οπισθόφυλλό της με ολοσέλιδη γυμνή φωτογραφία του μέλους της εκδοτικής ομάδας και «γίπι» Ken Lester με την σύζυγό του Peggy Lester και το μωρό τους. Ο Lester έκανε μία ακόμη προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης μαζί με τον «γίπι» Bob Mercer και τον Rick McGrath, εκδίδοντας την επίσης βραχύβια εβδομαδιαία αντεργκράουντ εφημερίδα «Terminal City Express», μετά το άδοξο τέλος της οποίας οι δύο πρώτοι επέστρεψαν στο «Georgia Straight».






Η σύλληψη του Μακ Λέοντ


«THE GEORGIA STRAIGHT» (1967 - 1979)

Αντεργκράουντ αρχικά δεκαπενθήμερη εφημερίδα που εξέδωσε από τις 5 Μαϊου 1967 έως το 1979 μία «χίπι» κολλεκτίβα ποιητών, πολιτικών ακτιβιστών και καλλιτεχνών του Βανκούβερ (Vancouver) του Καναδά, της οποίας πιο δραστήρια μέλη ήσαν ο ποιητής Νταν Μακ Λέοντ (Dan McLeod, 1943 - ) και οι Pierre Coupey (συγγραφέας και εικαστικός), Rick Kitaeff (στο σπίτι του οποίου αποφασίστηκε στις 2 Απριλίου 1967 η έκδοση της εφημερίδας), Milton Acorn (ποιητής και ακτιβιστής), Κεν Λέστερ (Ken Lester, μάνατζερ του πανκ γκρουπ D.O.A. στις αρχές της δεκαετίας του 1980) και Stan Persky.

Ήδη από το πρώτο τεύχος της η εφημερίδα, που θέλησε ν’ αποτελέσει μία αποστομωτική απάντηση στις δημοσιεύσεις του συντηρητικού τύπου της πόλης («Vancouver Sun» και «Province») που γελοιοποιούσαν κάθε έκφραση διαφορετικής κουλτούρας, ιδίως τους νεαρούς «χίπις», συνάντησε την αντίδραση του κατεστημένου, καθώς ο Μακ Λέοντ που την πωλούσε συνελήφθη και κρατήθηκε αρκετές ώρες στο αστυνομικό τμήμα για «εξακρίβωση» ενώ το, προφανώς εκφοβισμένο, τυπογραφείο αρνήθηκε να τυπώσει το δεύτερο τεύχος της εφημερίδας.

Στην συνέχεια της ζωής της η εφημερίδα βίωσε αστυνομική επιδρομή στα γραφεία της, νέες συλλήψεις πωλητών της (όπως λ.χ. του Αμερικανού αντιρρησία στράτευσης για το Βιετ Ναμ Korky Day ή Kirk Norman Day στο Richmond τον Φεβρουάριο του 1969 για υποτιθέμενα «άσεμνα» -στο τεύχος που πωλούσε δεν βρέθηκε τελικά τίποτε το «άσεμνο»), 29 συνολικά διώξεις μεταξύ 1967 και 1969 εκ των οποίων οι 27 για «άσεμνα», απαγόρευση κυκλοφορίες της στο New Westminster και ανοικτό σαμποτάζ στην διανομή της λόγω της σκληρής κριτικής που ασκούσε προς τις τοπικές αστυνομικές αρχές και ιδιαίτερα τον δήμαρχο Τομ Κάμπελ (Tom Campbell): «είναι ένα βρωμερό διεστραμμένο έντυπο» δήλωσε ο τελευταίος στον συντηρητικό τύπο τον Οκτώβριο του 1967 με αφορμή την με εντολή του αφαίρεση της άδειας λειτουργίας των γραφείων της εφημερίδας.

Η ενέργεια του δήμαρχου έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: «όπως ξέρει καλά ο κάθε διαφημιστής, κάθε δημοσιότητα είναι καλή δημοσιότητα. Μετά την αφαίρεση της άδειας το Straight έγινε περιβόητο. Ήμασταν το έμβλημα του αγώνα για την ελευθερία του λόγου με αποτέλεσμα να πουλάμε του σκοτωμού». Όντως, μέχρι το τέλος της χρονιάς η εφημερίδα έπιασε το τιράζ των 60.000 αντιτύπων. Η «Georgia Straight» σημείωσε την μεγαλύτερη ίσως δημοσιογραφική της επιτυχία όταν ξεσκέπασε με τα ονόματά τους έναν αριθμό μυστικών αστυνομικών που προσπαθούσαν να διαβρώσουν την «χίπι» κοινότητα της πόλης, ενώ η απόπειρα του Κεν Λέστερ να διοργανώσει το 1971 ένα «γίπι» «Smoke-In» στο Gastown κατέληξε σε ένα όργιο βίας εκ μέρους της αστυνομίας.
.
Μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS), η εφημερίδα δημοσίευσε προκλητικές αντεργκράουντ σχεδιοϊστορίες, όπως το σεξοψυχεδελικό «AcidMan» του Peter «Zipp» Almasy, ενώ ιστορικότερες έμειναν εκείνες του Ραντ Χολμς (Rand Holmes, 1942 - 2002, που έφτιαξε και πολλά εξώφυλλα της εφημερίδας) με πρωταγωνιστή τον μακρυμάλλη, ερωτύλο, κανναβικό και περιθωριακό «Harold Hedd»

Μέχρι το τέλος της διαδρομής της ως αντεργκράουντ εφημερίδα, η «Georgia Straight», μέσα από διασπάσεις της πολυπληθούς εκδοτικής κολλεκτίβας της (λέγεται ότι σε κάποια στιγμή ξεπέρασε τα 130 άτομα!), έδωσε ζωή σε νέες εφημερίδες όπως η «The Georgia Grape», η «The Western Organizer», η «Western Voice», η «The Western Gate» και η «Terminal City Express». Πριν ήδη κλείσει ο  πρώτος χρόνος έκδοσής της είχαν αποχωρήσει οι Coupey, Acorn και Kitaeff λόγω διαφωνιών με τον Μακ Λέοντ (και εξέδωσαν σε δύο μόνο τεύχη την εφημερίδα «The Western Gate»), ενώ τα επόμενα χρόνια βίωσε 3 διαφορετικές καταλήψεις των γραφείων της στην Powell Street από φράξιες που κουβαλούσαν τον δικό τους «χαβά»: την πρώτη κατάληψη (διάρκειας μιας ολόκληρης εβδομάδας) έκαναν οι φεμινίστριες (Leilani Almas, Sonny Pat Lewis, Liz Briemberg, Ellen Woodsworth, Shelley Reitberger, Donna Liberson, κ.ά. που μάλιστα εξέδωσαν την «Γυναικεία απελευθερωμένη Georgia Straight» («Women's Liberated Georgia Straight» στις 8 Απριλίου 1971), την δεύτερη οι ομοφυλόφιλοι του «Gay Liberation Front» και την τρίτη, τον Ιανουάριο του 1972, η πολυπληθέστατη φράξια που εξέδωσε αμέσως μετά την ανταγωνιστική «The Georgia Grape».

Η θέση του Μακ Λέοντ απέναντι στους αποχωρήσαντες έδειχνε ωστόσο λογική: «η εφημερίδα και η κοινότητα την οποία αυτή υπηρετεί είναι πιο σημαντικές από τους συμμετέχοντες στην έκδοση, διότι εάν αυτή η εφημερίδα κλείσει η κοινότητα θα υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα. Είμαι της άποψης ότι κάτω από συλλογική ιδιοκτησία η εφημερίδα θα αποτύχει και αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Ποτέ δεν ήθελα να μου ανήκει προσωπικά η Straight, όμως πάντοτε είχα την αγωνία να επιβιώσει πάση θυσία αυτή, ή μία εφημερίδα σαν αυτή…»  

Συνεχίζοντας στην αρχική της ποιότητα, ιδίως στο γραφίστικο επίπεδο όπου μεγαλουργούσε ο σχεδιαστής David Lester, η «Georgia Straight» έκλεισε τελικά ως αντεργκράουντ εφημερίδα το 1979, κυρίως εξαιτίας της μείωσης του ενδιαφέροντος της τότε νεολαίας για τα θέματά της. Ήδη από το 1976 οι πωλήσεις της είχαν πέσει στα 2.000 αντίτυπα και επιβίωνε χάρη στα χρήματα που αντλούσε ο Μακ Λέοντ από την θυγατρική ημι-πορνό εφημερίδα «The Vancouver Star».

Ο Μακ Λέοντ επανεξέδωσε την «Georgia Straight» τον Οκτώβριο του 1982. Χωρίς να έχει πια σχέση με το ηρωϊκό «χίπι» παρελθόν της, η εφημερίδα διέγραψε μια εντελώς άλλη διαδρομή ως δωρεάν εβδομαδιαία εφημερίδα διασκέδασης και διαφήμισης, ιδιοκτησία της Vancouver Free Press Publishing Corp., διαδρομή που έφτασε μέχρι και το 2012 που γράφεται το παρόν και έκανε τον εκδότη της εκατομμυριούχο. Το 1998 η «Taku Pacific Multimedia» κυκλοφόρησε ένα μονόπλευρο και εκθειαστικό μόνο για τον Μακ Λέοντ ντοκυμανταίρ (που ενόχλησε τον κόσμο που είχε συμμετάσχει στην «Georgia Grape») με τίτλο «Ο τελευταίος οδομάχος. Η ιστορία της εφημερίδας Georgia Straight» («Last Streetfighter: The History of the Georgia Straight»).




«GOOD TIMES» («ΚΑΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ», 1969 - 1972)

Αντεργκράουντ ταμπλόϊντ εβδομαδιαία εφημερίδα του Σαν  Φραντσίσκο (San Francisco), μέλος του «Underground Press Syndicate», γεννημένη από μετονομασία της παλαιότερης «San Francisco Express Times» (1968 – 1969) στις 2 Απριλίου 1969, έπειτα από την αποχώρηση του εκδότη Μάρβιν Γκάρσον (Marvin Garson) με αρίθμηση πρώτου τεύχους «τόμος 2, αριθμός 13».

Την εφημερίδα, η θεματογραφία της οποίας κάλυπτε τώρα εντονότερα τα πολιτικά κινήματα (αντιπολεμικό κίνημα, δίκες πολιτικών κρατουμένων, κ.ά.) καθώς και την πολιτική διαφθορά του Σαν Φραντσίσκο, εξέδιδε μία εκδοτική κολλεκτίβα, η «San Francisco Good Times Commune», με έδρα την 2377 Bush Street, με συχνότητα κυκλοφορίας να κυμαίνεται από δεκαπενθήμερη σε εβδομαδιαία και ανάποδα, ενώ από τις 14 Ιουλίου 1972 έως και τις 2 Αυγούστου 1972 η εφημερίδα εκδιδόταν 2 φορές την εβδομάδα.

Το τελευταίο τεύχος (τόμος 5, αριθμός 19) κυκλοφόρησε στις 2 Αυγούστου 1972. Στο σχετικό αποχαιρετιστήριο κείμενο προς τους αναγνώστες τονιζόταν με ιδιαίτερη περηφάνια: «σε όλη την διάρκεια της ζωής της εφημερίδας κρατήσαμε καθαρές διαχωριστικές γραμμές και πάντοτε ξέραμε σε ποια πλευρά έπρεπε να σταθούμε».





«THE GREAT SPECKLED BIRD» («ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΛΥΧΡΩΜΟ ΠΟΥΛΙ», 1968 - 1976)

Αντεργκράουντ εφημερίδα της Ατλάντα (Atlanta, Georgia), αρχικά δεκαπενθήμερη και εν συνεχεία εβδομαδιαία, που ίδρυσαν ως συνέχεια της αντιπολεμικής φοιτητικής εφημερίδας «Emory Herald-Tribune» του τοπικού «Πανεπιστήμιου Έμορυ» («Emory University») οι φοιτητές Howard Romaine, Gene Guerrero, Tom Coffin και Stephanie Coffin. Οι περισσότεροι ήσαν μέλη της οργάνωσης «Southern Student Organizing Committee» (SSOC) που προερχόταν από την γνωστή «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία» («Students for a Democratic Society», SDS). Το πρώτο 8σέλιδο και ασπρόμαυρο τεύχος της «The Great Speckled Bird» (ονοματισμένης από το ομώνυμο «γκόσπελ» τραγούδι του Roy Acuff) κυκλοφόρησε στις 8 Μαρτίου 1968 και μέχρι τον Σεπτέμβριο είχε προσθέσει αρκετό χρώμα, αυξήσει τις σελίδες της και πυκνώσει την κυκλοφορία της σε εβδομαδιαία.

Η «The Great Speckled Bird», που ο Mike Wallace του CBS την απεκάλεσε «Wall Street Journal του Αντεργκράουντ Τύπου», έγινε μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS) και του «Liberation News Service» (LNS), και μέχρι το καλοκαίρι του 1970, με την βοήθεια ενός μικρού εθελοντικού στρατού μακρυμάλληδων πωλητών στους δρόμους τα σχολεία και τα στέκια της νεολαίας, κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το τιράζ της στα 22.000 – 23.000 αντίτυπα, γινόμενη η τρίτη σε κυκλοφορία εφημερίδα σε ολόκληρη την πολιτεία της Τζώρτζια.

Η θεματογραφία της «The Great Speckled Bird», την οποίας η θέση του αρχισυντάκτη δινόταν κυκλικά σε όλα τα μέλη της εκδοτικής ομάδας για να ελαχιστοποιούνται οι γκρίνιες και οι προστριβές, ήταν ισόποσα μοιρασμένη ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες και τα κοινωνικά κινήματα από τη μία (πολιτικά δικαιώματα, ελευθερία του λόγου, αντιπολεμικό κίνημα, μαύρη, γυναικεία και ομοφυλόφιλη χειραφέτηση, εργατικό κίνημα, κ.ά.) και την κλασική «Αντικουλτούρα» από την άλλη («μπητ» και ψυχεδελική σκηνή, ροκ μουσική, κ.ά.), με ενδιαφέρουσα εικονογράφηση, αξιόλογες φωτογραφίες των Bill Fibben και Carter Tomassi και πολύ σαφείς τοποθετήσεις και οπτικές γωνίες των κειμενογράφων της: «αυτές εδώ είναι οι απόψεις μας, αυτές υποστηρίζουμε και δεν θα τις βρεις αναγνώστη πουθενά αλλού… εδώ αναγνώστη θα διαβάσεις το πώς εμείς βλέπουμε τα πράγματα».

Με τις καυστικότατες δημοσιεύσεις της, η εφημερίδα ενόχλησε αρκετούς «μεγάλους» της αμερικανικής κοινωνίας, ακόμα και την «Atlanta Housing Authority» και το παντοδύναμο τοπικό συγκρότημα Τύπου «Georgia Power». Το κατεστημένο κατά κανόνα απαντούσε πότε με διώξεις για υποτιθέμενα «άσεμνα» και «προτροπή σε ταραχές» (η αστυνομία μάλιστα κατάσχεσε ολόκληρο το τεύχος της 26ης Μαϊου 1969 με τον «Trashman» του Σπαίην Ροντρίγκες στο εξώφυλλό του, μπροστά από το λογότυπο της «Coca- Cola»), πότε με απαγορεύσεις της πώλησης της εφημερίδας (απαγορεύθηκε στο Savannah το 1969 και στο Macon το 1970, ενώ αρκετοί μαθητές αποβλήθηκαν από τα σχολεία της πολιτείας της Τζώρτζια επειδή διακινούσαν ή απλώς διάβαζαν την εφημερίδα) και πότε με άλλα σοβαρά εμπόδια στην έκδοση (το πρώτο τυπογραφείο της, το «DeKalb New Era Ρress», αρνήθηκε μετά από αστυνομικές και πολιτικές πιέσεις να τυπώσει άλλα τεύχη και έτσι οι εκδότες αναγκάστηκαν ν’ αναζητήσουν πρόθυμο τυπογραφείο 160 μίλια μακριά, στο Montgomery της Alabama και μετά στη Νέα Ορλεάνη). Τα πράγματα αγρίεψαν απότομα όμως μετά από αποκαλυπτικές δημοσιεύσεις για τον ποιόν του τότε δήμαρχου της πόλης Sam Massell και τα γραφεία της εφημερίδας στο 240 Westminster Drive πυρπολήθηκαν με βόμβα «αγνώστων» και καταστράφηκαν ολοκληρωτικά στις 6 Μαϊου 1972.

Με οικονομική ενίσχυση από ένα πλήθος αναγνωστών και φίλων της, η «The Great Speckled Bird» στεγάστηκε σχεδόν αμέσως σε νέα γραφεία στην 956 Juniper Street και συνέχισε απτόητη τον έντυπο αγώνα της, παραμένοντας πάντα συνεπής απέναντι στο αρχικό σύνθημά της «τυπώνουμε τα νέα που κάποιοι δεν θέλουν να γνωρίζεις».

Στο τεύχος της 15ης Ιανουαρίου 1973 η εφημερίδα ανακοίνωσε πως θα έκλεινε λόγω εξάντλησης των εκδοτών της, αυτό όμως δεν συνέβη, καθώς προσήλθαν αμέσως στα γραφεία περισσότεροι από 60 εθελοντές που δήλωσαν αποφασισμένοι να εργασθούν για την συνέχιση της έκδοσης. Έτσι λοιπόν στο τεύχος της 29ης Ιανουαρίου μια εντελώς ανανεωμένη εκδοτική ομάδα («Atlanta Cooperative News Project») δήλωνε με χαρά στους αναγνώστες της εφημερίδας: «Χαρείτε! Το πουλί εξακολουθεί να πετάει».

Η «The Great Speckled Bird» έκλεισε τελικά τον Οκτώβριο του 1976 λόγω της κόπωσης και των νέων εκδοτών, αλλά, κυρίως ενός αρκετά χρεωστικού ταμείου μετά από σημαντική πτώση τόσο στις διαφημίσεις της όσο και στις πωλήσεις της, αποτελέσματα και τα δύο του αργού θανάτου της τοπικής «αντικουλτούρας
.
Με την υπεροκταετή εκδοτική εποποιϊα της «The Great Speckled Bird» έχει καταπιαστεί ο Patrick K. Frye στην διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Τζώρτζια «The Great Speckled Bird: An Investigation of the Birth, Life, and Death of an Underground Newspaper» (1981).

«HARBINGER» (1968 - 1970)

Αντεργκράουντ μηνιαία «χίπικη» καναδική εφημερίδα που ίδρυσαν και εξέδιδαν σε μεγάλο σχήμα στο Τορόντο από το 1968 έως το 1970 ο καλλιτέχνης Νταίηβιντ Μπους (David Bush) και ο «Digger» Χανς Βέτζελ (Hans Wetzel, οργανωτής του πρώτου καναδικού «Love-In» και επικεφαλής της πρώτης «Ψυχεδελικής Εκκλησίας» με το όνομα «Evolutionary Church of Man», «Εξελικτική Εκκλησία του Ανθρώπου») με θεματογραφία που περιστρεφόταν γύρω από την «Αντικουλτούρα», το ροκ, την σεξουαλικότητα, την ψυχεδέλεια, την πειραματική τέχνη και το αντιπολεμικό κίνημα, μεταφέροντας υλικό από τις αντεργκράουντ εφημερίδες των Η.Π.Α. αλλά και της Ευρώπης.

Με τους εκδότες τους προσανατολισμένους στο «πολιτικό θέατρο» του Άμπι Χόφμαν (Abbie Hoffman) και των «Γίπις» («Yippies»), η εφημερίδα απέκτησε συντομα μία μεγάλη αναγνωσιμότητα, ιδίως στον  πληθυσμό της Baldwin Street, ωστόσο τον Νοέμβριο του 1969 δέχθηκε την άμεση βία της χριστιανικής Εκκλησίας. Η αφορμή δόθηκε από το εξώφυλλο του τέυχους εκείνου του μήνα, έργο του ζωγράφου Ρότζερ Γκρέκο (Roger Greco), που απεικόνιζε μία γυναίκα με μακριά μαλλιά η οποία στο ένα χέρι της κρατούσε τον ήλιο και στο άλλο την σελήνη με τα πόδια της να στηρίζονται σε δύο πλανήτες ενώ γεννούσε ένα μωρό, «τον μπάσταρδο υιό του θεού». Το τμήμα ηθών της αστυνομίας του Τορόντο συνέλαβε τα μέλη της εκδοτικής ομάδας μετά από μήνυση του ισχυρού Βαπτιστή κληρικού και δημοσιογράφου Ταρ (Leslie K. Tarr). Στην δίκη που ακολούθησε οι «μακρυμάλληδες» εκδότες καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 90 ημερών και πρόστιμο, και, μέχρι να συγκεντρωθεί η εγγύηση για την αποφυλάκισή τους,  σύρθηκαν δεμένοι με χειροπέδες στην φυλακή όπου τους κούρεψαν δια της βίας.

Η εφημερίδα έκλεισε τελικά το καλοκαίρι του 1970. Ακόμα πάντως και μετά την επίσημη αναστολή της κυκλοφορίας της, η «Harbinger» εξακολούθησε να διατηρεί τον τοπικό μύθο της και έτσι τον Μάϊο του 1974 ο Μπους διοργάνωσε εξ ονόματός της ένα μεγάλο δωρεάν ροκ φεστιβάλ στην Baldwin Street.






«HELIX» («ΕΛΙΚΑ», 1967 - 1970)

Εβδομαδιαία και άλλοτε δεκαπενθήμερη αντεργκράουντ εφημερίδα του Σηάτλ (Seattle, Washington), μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS) και του «Liberation News Service» (LNS), που εξέδωσε από τις 23 Μαρτίου 1967 έως τις 11 Ιουνίου 1970 ο φοιτητής τότε Πωλ Ντόρπατ (Paul Dorpat, 1938 - ) με συνεργάτες του τον αντεργκράουντ ραδιοφωνικό παραγωγό Τζον Γκάλαντ (Jon Gallant), τον μετέπειτα διάσημο συγγραφέα Τομ Ρόμπινς (Tom Robbins, 1936 - ) και (από τον Μάϊο του 1967 και μετά) τον συγγραφέα και σχεδιαστή κόμιξ Ουώλτ Κρόουλεϋ (Walter Charles Crowley, 1947 - 2007).

Η «Helix» (ο τίτλος ήταν ιδέα του διανοούμενου Τζων Ρέϋνολντς, John Reynolds, από την «έλικα» του DNA) απετέλεσε το ιστορικά δεύτερο αντεργκράουντ έντυπο στο Σηάτλ μετά από το «Seattle Barb» που εξέδωσαν σε 4 συνολικά τεύχη στις αρχές του 1967 κάποιοι φοιτητές μέλη της οργάνωσης «Σπουδαστές για μια Δημοκρατική Κοινωνία» («Students for a Democratic Society», SDS).

Το 12σέλιδο πρώτο τεύχος της «Helix» εκδόθηκε σε τετραχρωμία και μόνο 1.500 αντίτυπα, αλλά στο τέταρτο τεύχος (μετά και από την διοργάνωση ενός πολυπληθούς «χίπι» «Be-in» στις 7 Μαϊου) το τιράζ είχε ήδη πιάσει τα 11.000 αντίτυπα, για να κορυφωθεί το καλοκαίρι του 1968 σε 18.000 αντίτυπα.

Η θεματογραφία της εφημερίδας «Helix», που την πωλούσαν στους δρόμους του Σηάτλ μερικές δεκάδες νεαροί «χίπις», περιστρεφόταν γύρω από την Αντικουλτούρα, το αντιπολεμικό κίνημα, την οικολογία, το κίνημα των Μαύρων, τη μουσική ροκ και την αντεργκράουντ λογοτεχνία και ποίηση.

Η «Helix», που διοργάνωσε επίσης και πολλά «χίπικα» συμβάντα («be-ins»), φεστιβάλ («Sky River Rock Festival», «Lighter Than Air Fair», κ.ά.) και συναυλίες, κυκλοφόρησε το τελευταίο τεύχος της στις 11 Ιουνίου 1970 («η εποχή πέρασε, η σελίδα γύρισε. Η Έλικα είναι νεκρή… Ήταν καιρός. Έχουμε κουραστεί. Τρία χρόνια είναι πολύς χρόνος για ένα πείραμα» έγραφε το σχετικό εντιτόριαλ), αφήνοντας πίσω μία μικρή εποποιϊα 125 τευχών, αλλά και ως διάδοχό της την επίσης βραχύβια αντεργκράουντ εφημερίδα «Puget Sound Partisan», την οποία εξέδωσε μέχρι το 1971 μία ανεξάρτητη ομάδα αριστεριστών σε μόλις 12 τεύχη.





«HOTCHA!» (1968 - 1971)

«Hotcha!» (κάτι σαν το ελληνικό «όπα!», 1968 - 1971). Ελβετικό δεκαπενθήμερο αντεργκράουντ περιοδικό που εξέδιδε στη Ζυρίχη με φίλους του ο ποιητής, πρώην «μπήτνικ» και «ψυχοναύτης» Ούρμπαν Γκβέρντερ (Urban Gwerder, 1944 -  ) σε γερμανική και αγγλική γλώσσα. Το ««Hotcha!», που υποτιτλιζόταν «Ein Organ. Fun Embryo Informationen», απετέλεσε ιδρυτικό μέλος του «ευρασιατικού» βραχίονα του «Συνδικάτου Υπόγειου Τύπου» («Underground Press Syndicate», UPS) και από τις 25 Μαρτίου 1968 μέχρι το 1971 εξέδωσε συνολικά 62 τεύχη (πολλά χρόνια μετά ο Γκβέρντερ επανεξέδωσε μερικά ακόμη τεύχη). Τα πρώτα τρία τεύχη ήσαν ένα απλό δισέλιδο και κυκλοφόρησαν σε 150 - 200 αντίτυπα, ωστόσο στο δεκασέλιδο πλέον 10ο τεύχος του περιοδικού το καλοκαίρι του 1968, το «Hotcha!» έφτασε τα 1.500 αντίτυπα.

Μέσα στις σελίδες του «Hotcha!» φιλοξενήθηκαν μεγάλες μορφές της διεθνούς «Αντικουλτούρας», όπως οι Olaf Stoop, Frank Zappa, Jerry Garcia, Gilbert Shelton, James Koller, Tuli Kupferberg, Ed Sanders, Gary Snyder, Philip Whalen, Julian Beck, Robert Crumb, Nicolas Devil, Sergius Golowin, Henryk M. Broder, Willem, Leonore Kandel, Simon Vinkenoog, κ.ά. Στα τέλη του 1970 έκανε την πρώτη δημοσίευση στην Ευρώπη του πειραματικού πρώτου διηγήματος του Μπομπ Ντύλαν (Bob Dylan) «Ταραντούλα», αμέσως μετά την πρώτη δημοσίευσή του στις Η.Π.Α. μέσα από την αντεργκράουντ εφημερίδα «Georgia Straight» (η «Ταραντούλα» εκδόθηκε κανονικά το 1971).




«HUNDRED FLOWERS» («ΕΚΑΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ», 1970 - 1972)

Εβδομαδιαία (και εν συνεχεία δεκαπενθήμερη) δίχρωμη αντεργκράουντ ταμπλόϊντ εφημερίδα της Μινεάπολης (Minneapolis, Minnesota), που εξέδωσε μια τοπική κομμιούνα με επικεφαλής τους Τομ Γιούτνε (Tom Utne, γραφίστα), Ουώρεν Χάνσον (Warren Hanson, γραφίστα), Εντ Φέλιεν (Ed Felien, αντιπολεμικό ακτιβιστή και μετέπειτα εκδότη), Ραλφ Ουϊτκοφ (Ralph Wittcoff) και Μπράϊαν Κόϋλ (Brian J. Coyle, πρώην ακτιβιστή της «Students for a Democratic Society», SDS) από τις 17 Απριλίου 1970 έως τις 4 Απριλίου 1972.

Με σύνηθες τιράζ τα 5.000 αντίτυπα και μέγεθος τις 16 σελίδες, η εφημερίδα «Hundred Flowers» κινήθηκε ανάμεσα στην κλασική «χίπι» αντικουλτούρα και τον ακτιβισμό των «πολίτικος» με εστίαση στο κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ (σε μια από τα κεντρικές τους αφίσσες απεικονίζονταν διαδηλωτές να υψώνουν την σημαία των Βιετκόνγκ στο δημαρχείο της πόλης), τους αντιρρησίες στράτευσης, το «Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών», το κίνημα ενάντια στον σεξισμό, το κίνημα ενάντια στις πολυεθνικές, τους «Μαύρους Πάνθηρες», κ.ά.

Μετά την γνωστή επιχείρηση του FBI για αποκλεισμό των αντεργκράουντ εκδόσεων από τα τυπογραφεία της χώρας, που χρονικά συνέπεσε με το 19ο τεύχος της εφημερίδας, η «Hundred Flowers»  αναγκάστηκε και αυτή να τυπώνει στο τυπογραφείο του ηρωϊκού Μπιλ Σάνεν (Bill Schanen) στο Πορτ Ουάσινγκτον του Ουϊσκόνσιν (Port Washington, Wisconsin). Στο 30ο τεύχος της εφημερίδας (11 Δεκεμβρίου 1970) εκδιώχθηκε για ιδεολογικές διαφωνίες ο Φέλιεν, και από τις 29 Ιανουαρίου 1971 η κυκλοφορία αραίωσε σε δεκαπενθήμερη, επανήλθε σε εβδομαδιαία και τελικά κατέληξε για ένα διάστημα αρκετά αραιή μέχρι το τέλος της εφημερίδας τον Απρίλιο του 1972.



«INS & OUTS MAGAZINE» (1978 - 1980)

Περιοδικό εναλλακτικής έκφρασης που εξέδωσε σε αγγλική γλώσσα και σε 5 εν συνόλω τεύχη (το ένα διπλό) στο Άμστερνταμ (Amsterdam) ο Αμερικανός Έντι Γουντς (Eddie Woods, 1940 - , πρώην συνεργάτης του «Berkeley Barb» και της λονδρέζικης αντεργκράουντ εφημερίδας «International Times» ή «ΙΤ») και η Αγγλίδα σύζυγός του Τζαίην Χάρβεϋ (Jane Harvey), που τον Ιανουάριο του 1980 ίδρυσαν μαζί με τον Χενκ Βαν ντερ Ντους (Henk van der Does, πρώην συνεργάτη του «The Real Free Press») τις ομώνυμες εκδόσεις και το ομώνυμο βιβλιοπωλείο στην άκρη της περιοχής των «κόκκινων φώτων». Τα πρώτα τρία τεύχη εκδόθηκαν σε μηνιαία βάση τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1978.

Στις σελίδες του περιοδικού «Ins & Outs» φιλοξενήθηκαν «μπητ» και «αντεργκράουντ» ποιητές και συγγραφείς από την Ευρώπη και την Αμερική, ανάμεσα στους οποίους και ο Σάϊμον Βίνκενουγκ (Simon Vinkenoog), ο Χανς Πλομπ (Hans Plomp), ο Πωλ Μπόουλς (Paul Bowles), ο Μελ Κλέϋ (Mel Clay, «μπητ ποιητής» και πρώην ηθοποιός του «Living Theater»), ο Τζων Ουϊλκοκ (John Wilcock), ο Γκρέγκορι Κόρσο (Gregory Corso) και βεβαίως ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg) που πρωτοδημοσίευσε στο 3ο τεύχος του περιοδικού την «Πλουτώνεια Ωδή» του.

Παρά την γενικότερη ελευθεριότητα του Άμστερνταμ, ο Γουντ συνελήφθη για «άσεμνα» τον Αύγουστο του 1978 επειδή σε εκείνο το 3ο τεύχος (που εκδόθηκε σε 2.500 αντίτυπα) δημοσίευσε τα απαγορευμένα (χαρακτηρισμένα ως «πορνογραφικά») έργα των καλλιτεχνών της ομάδας «Palette Union». Το τελευταίο διπλό (4/5) τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1980.






«INTERNATIONAL TIMES», «ΙΤ» («ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΚΑΙΡΟΙ», 1966 - 1986)

Θρυλική αγγλική αντεργκράουντ εφημερίδα της χίπικης εποχής.

Ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1966 από τους Τζων Χόπκινς (John Hopkins ή «Hoppy», δημοσιογράφο, φωτογράφο και πολιτικό ακτιβιστή, γεν. 1937), Μπάρρυ Μάϊλς (Barry Miles, συγγραφέα, γεν. 1943), Γκράχαμ Κήν (Graham Keen),  Τομ Μακ Γκραθ (Tom McGrath, μουσικό και θεατρικό συγγραφέα, γεν. 1940) και Τζιμ Χαίηνς (Jim Haynes, γεν. 1933) και ηγήθηκε του αγγλικού αντεργκράουντ Τύπου μαζί με το ριζοσπαστικό «ΟΖ».




Λίγο μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της, η εφημερίδα έκανε σύντμηση του αρχικού τίτλο της σε «ΙΤ», μετά από εξώδικο της γνωστής καθημερινής εφημερίδας «The Times» και καθιέρωσε ως λογότυπό του μία ασπρόμαυρη φωτογραφία της εβραιοαμερικανής «βαμπ» Θέντα Μπάρα (Theda Bara, 1885 - 1955), ηθοποιού ταινιών του βωβού κινηματογράφου, σε υψηλό κοντράστ. Η μορφή της Μπάρα υιοθετήθηκε  από λάθος, καθώς η μορφή της θεωρήθηκε πως ανήκε στην αμερικανή «σεξοβόμβα» Κλάρα Μπόου (Clara Gordon Bow, 1907 - 1965), επίσης ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου, την οποία ήθελαν να αναδείξουν οι εκδότες έναν χρόνο μετά τον θάνατό της.

Για την οικονομική υποστήριξη τής έκδοσής της, η «ΙΤ» διοργάνωσε στις 14 Οκτωβρίου 1966 στο «The Roundhouse» ένα πολυθέαμα με χάπενινγκς και ψυχεδελική μουσική (με συμμετοχή των Pink Floyd και Soft Machine) και μερικούς μήνες αργότερα (28 Απριλίου 1967) την συναυλία αντεργκράουντ μουσικής «The 14 Hour Technicolor Dream» στο «Alexandra Palace», στην οποία πήραν μέρος οι Pink Floyd, The Pretty Things, Savoy Brown, The Crazy World of Arthur Brown, Soft Machine, The Move και Sam Gopal Dream.

Σημαντικός σχεδιαστής στην «ΙΤ» υπήρξε ο Εντ Μπάρκερ (Edward Barker, 1950 - 1997), ενώ κατά καιρούς έγραψαν στην εφημερίδα η φεμινίστρια Ζερμαίν Γκρήρ (Germaine Greer), ο ποιητής και δημοσιογράφος Τζεφ Ναττώλ (Jeff Nuttall), ο μουσικός παραγωγός Τζων Πήλ (John Peel) και οι «μπητ» ποιητές και συγγραφείς Αλεξάντερ Τρόκι (Alexander Trochi), Ουϊλιαμ Μπάρροουζ (William Burroughs) και Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg). Η μακρά εκδοτική διαδρομή του θρυλικού «Ιnternational Τimes» έφθασε, με μεγάλες διακοπές ωστόσο, μέχρι και το έτος 1986,  χαράσσοντας μία γραμμή 205 τευχών.


«KABOUTERKRANT» («ΞΩΤΙΚΟΕΦΗΜΕΡΙΔΑ», 1970 - 1971)

Αντεργκράουντ ταμπλόϊντ εφημερίδα που εξέδωσαν σε 12 συνολικά φύλλα οι «Καμπάουτερς» («Kabouters», «Νάνοι», «Ξωτικά», 1969 - 1974) του Άμστερνταμ. Αντίθετα από την επιθεώρηση «Πρόβο» του ομώνυμου προκατόχου κινήματος, η «Ξωτικοεφημερίδα» δεν φιλοξενούσε θεωρητικά κείμενα, αρκούμενη στον ρόλο του «επίσημου συντονιστικού οργάνου» της «Πορτοκαλί Ελεύθερης Πολιτείας του Άμστερνταμ» («Gemeenteblad van de Oranje Vrijstaat Amsterdam»), με ανακοίνωση όλων των προγραμματισμένων εκδηλώσεων, συγκεντρώσεων και δράσεων.

Κάθε φύλλο της ήταν πλούσια εικονογραφημένο και διέφερε από τα υπόλοιπα στο χρώμα του μελανιού ή του χαρτιού. Η εκδοτική κολλεκτίβα της «Ξωτικοεφημερίδας» τάχθηκε ενάντια στην απόφαση για κάθοδο των «Καμπάουτερς» στις εθνικές εκλογές του Μαρτίου 1971, από δε το 10ο  τεύχος και μετά στράφηκε προσωπικά κατά του επικεφαλής της φιλεκλογικής τάσης Ρόελ Βαν Ντούϊν (Roeland Hugo Gerrit van Duijn, Roel van Duyn, 1943 -  ).



«KALEIDOSCOPE» («ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ», 1967 - 1971)

Δεκαπενθήμερη αντεργκράουντ εφημερίδα του Μιλγουώκι (Milwaukee, Wisconsin), μέλος των «Liberation News Service» (LNS) και «Underground Press Syndicate» (UPS), την οποία ίδρυσαν ο Τζων Σάχλι (John Sahli, κιθαρίστας και τραγουδιστής του συγκροτήματος «The Shags»), ο δημοσιογράφος Τζων Κόϊς (John R. Kois, μετέπειτα αρχισυντάκτης του προκλητικού «Screw») και ο ποιητής και ραδιοφωνικός παραγωγός Μπομπ Ρέϊτμαν (Bob Reitman). Από τις 6 Οκτωβρίου 1967 που εξέδωσε το πρώτο τεύχος της (σε 3.500 αντίτυπα που εξαντλήθηκαν σε δύο μόλις ημέρες) έως τις 11 Νοεμβρίου 1971 που εξέδωσε το τελευταίο, η εφημερίδα μέτρησε 105 συνολικά τεύχη, έχοντας γράψει μία ακόμη μικρή εποποιϊα στο έντυπο Αντεργκράουντ.

Η θεματολογία της εφημερίδας περιστρεφόταν γύρω από την «Αντικουλτούρα», την ροκ, το σεξ, τα ευφορικά και την επανάσταση και η ίδια διατηρούσε μία «επαγγελματική» εμφάνιση με περίτεχνα σχέδια, φωτογραφίες από ταλαντούχους δημιουργούς όπως οι Mark Goff, Gary Ballsieper, κ.ά. και τακτικές στήλες όπως εκείνη του τοπικού «μπητ» ποιητή Bob Watt.

Οι συντηρητικές δυνάμεις τις πόλης έκαναν τα πάντα για να κλείσουν αυτή την νέα ενοχλητική φωνή. Στις αρχή πίεσαν την διοίκηση του Πανεπιστημίου να απαγορεύσει την διακίνηση της εφημερίδας στους πανεπιστημιακούς χώρους, όμως η απαγόρευση κρίθηκε μετά από προσφυγή πέρα για πέρα αντισυνταγματική («οι συνταγματικές ελευθερίες δεν εξαρτώνται από την πεποίθηση μιας διοίκησης»). Ακολούθησαν όμως και άλλες μεθοδεύσεις. Με έναν αυστηρότερο νόμο «περί ασέμνων» που μόλις είχε περάσει η Πολιτεία του Ουϊσκόνσιν, συνελήφθη το φθινόπωρο του 1968 ο Τζων Κόϊς (με αφορμή δύο φωτογραφίες και ένα ποίημα σε δύο διαφορετικά τεύχη, του Μαϊου και Αυγούστου 1968) και καταδικάστηκε όχι μόνο σε 2.000 δολάρια πρόστιμο αλλά και διετή «επιτήρηση», ώστε να είναι πλέον σε διαρκή ομηρία. Από τις αρχές του 1969 η εφημερίδα έγινε και επίσημος στόχος του περιβόητου προγράμματος «COINTELPRO» του FBI, στα πλαίσια του οποίου όλοι οι συμμετέχοντες στην έκδοση ήσαν «υπό αισθητή παρενόχληση» (ο φωτογράφος Gary Ballsieper συνελήφθη 4 φορές καθώς τραβούσε φωτογραφίες), ενώ το αυτοκίνητο του Κόϊς ανατινάχθηκε από βόμβα «αγνώστων» και το ίδιο υπέστησαν τα γραφεία της εφημερίδας.

Η εφημερίδα δεν λύγισε ωστόσο και πέρασε αρκετές φορές στην αντεπίθεση, λ.χ. στο τεύχος της 20ης Ιανουαρίου 1970 δημοσίευσε τα ονόματα, τις διευθύνσεις κατοικίας και τις φωτογραφίες τριών πρακτόρων, ενώ ο Κόϊς έφερε την υπόθεσή του μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο (όπου και δικαιώθηκε τον Ιούνιο του 1972). Η βία της εξουσίας όμως ήταν αστείρευτη και τελικά τον Σεπτέμβριο του 1970 ο αντικαταστάτης του Κόϊς εκδότης Μαρκ Νοπς (Mark Knops) καταδικάστηκε σε ποινή 6μηνες φυλάκισης, την οποία και εξέτεισε κανονικά, επειδή είχε αρνηθεί να αποκαλύψει τις δημοσιογραφικές πηγές του.

Η «Kaleidoscope» στηριζόταν οικονομικά και από δύο παράλληλες επιχειρήσεις της στο Μιλγουώκι, το βιβλιοπωλείο «Interabang» στην Λεωφόρο Ουώρεν και την καφετέρια «Granfalloon», ενώ «θυγατρικές» ομώνυμες εφημερίδες της εκδίδονταν κατά διαστήματα σε διάφορες άλλες περιοχές των μεσοδυτικών πολιτειών, όπως η «Kaleidoscope» του Σικάγο (που εξέδιδε ο φωτογράφος Skeets Millard και το 1969 απορροφήθηκε από την «Seed»), η «Kaleidoscope» της Όμαχα (που εξέδιδε από τις 10 Φεβρουαρίου 1971 ο Tim Andrews, αρχικά σε μηνιαία και εν συνεχεία σε δεκαπενθήμερη βάση), η «Kaleidoscope» της Φοξ Βάλλεϋ (στο Oshkosh από τις 6 Μαρτίου 1970, που από το πρώτο κιόλας τεύχος της κόστισε στους εκδότες της σύλληψη και δίκη για «άσεμνα») και η «Kaleidoscope» του Μάντισον (η «Madison Kaleidoscope», εβδομαδιαία από τις 23 Ιουνίου 1969 μέχρι και το 1971). 

Η εφημερίδα έκλεισε τελικά τον Νοέμβριο του 1971 λόγω μεγάλου χρεωστικού ταμείου 15.000 δολλαρίων (το 1969 το FBI πίεσε τους μεγάλους διαφημιζόμενους, όπως λ.χ την «Columbia Records» να μην διαφημίζονται εφεξής σε εφημερίδες αντεργκράουντ), φυσικής εξάντλησης των εκδοτών του, εσωτερικών προστριβών και άλλων τεχνικής φύσης πληγμάτων, το σπουδαιότερο των οποίων ήταν ο θάνατος του γενναίου αποκλειστικού τυπογράφου της Μπιλ Σάνεν (Bill Schanen), που είχε με γενναιότητα υπομείνει το μποϋκοτάζ των «καθωσπρέπει» πελατών στην επιχείρησή του που έδρευε στο Πορτ Ουάσινγκτον (Port Washington, Wisconsin) επειδή δεχόταν να τυπώνει, και μάλιστα επί πιστώσει, τις αντεργκράουντ εφημερίδες ολόκληρης της πολιτείας. Η ιστορία της «Kaleidoscope», και των περιπετειών της με τον νόμο, αποτυπώθηκε το 1975 σε μια πανεπιστημιακή διατριβή 450 σελίδων (του Donald John Kosterman για το Πανεπιστήμιο του Ουϊσκόνσιν).





«KUDZU» (1968 - 1972)

Δεκαπενθήμερη ταμπλόϊντ αντεργκράουντ εφημερίδα από την «δύσκολη» κλειστή κοινωνία του Τζάκσον (Jackson, Mississippi), ισόποσα «χίπι» όσο και πολιτική, μέλος του «Underground Press Syndicate» και του «Liberation News Service». Ιδρύθηκε από τέσσερις λευκούς φοιτητές, μέλη της οργάνωσης της Νέας Αριστεράς «Φοιτητική Οργανωτική Επιτροπή του Νότου» («Southern Student Organizing Committee», SSOC), την Κάσελ Κάρπεντερ (Cassell Carpenter), τον Νταίηβιντ Ντόγκετ (David Doggett, που είχε στις αρχές του 1968 εκδώσει το βραχύβιο πολυγραφημένο περιοδικό «Unicorn» και μετά μαθητεύσει στην αντεργκράουντ εφημερίδα «The Great Speckled Bird» της Ατλάντα), τον Μάϊκ Κέννεντυ (Mike Kennedy) και τον Έβερετ Λονγκ (Everett Long).

Το πρώτο τεύχος εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1968 με υπότιτλο «Subterranean News from the Heart of Ole Dixie», ενώ το όνομα της εφημερίδας πάρθηκε από το ομώνυμο, εισαχθέν από τη νοτιοανατολική Ασία το 1876, αναρριχητικό του αμερικανικού Νότου. Η θεματογραφία της «Kudzu», που τυπωνόταν σε 6.000 αντίτυπα και είχε περίπου 1.200 συνδρομητές, περιστρεφόταν γύρω από την τριπλή (κοινωνική, οικονομική και πολιτική) διάσταση της επανάστασης, τον μυστικισμό, την σεξουαλική απελευθέρωση, τα ευφορικά και όλα τα άλλα αγαπημένα της «Αντικουλτούρας».

Η εφημερίδα πουλιόταν κυρίως σε σχολεία και κολέγια, καθώς και στα στέκια νεολαίας του Τζάκσον, από πολύ νωρίς όμως άρχισε να γίνεται στόχος των τοπικών αρχών. Δεκαοκτώ μέλη και φίλοι της εκδοτικής ομάδας δάρθηκαν από τους βοηθούς του σερίφη στις 8 Οκτωβρίου 1968 και έπειτα τα τεύχη 5 και 6 κατασχέθηκαν από την αστυνομία με την κατηγορία περί «ασέμνων» και συνελήφθησαν οι 20χρονοι Λονγκ και Κάρπεντερ που τα διακινούσαν. Οι φωτογραφικές μηχανές και το αρχείο της εφημερίδας κατασχέθηκαν, οι εκδότες σύρθηκαν στα δικαστήρια και τελικά έγινε έξωση της εφημερίδας από τα γραφεία της.

Το 1970 η εφημερίδα έγινε επίσημος στόχος του FBI που επί δύο μήνες έκανε αλλεπάλληλες εφόδους και έρευνες στα γραφεία της δήθεν για την ανακάλυψη του Μαρκ Ραντ (Mark Rudd), του φυγάδα ηγέτη των «Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία» (SDS), ωστόσο απτόητη η εκδοτική ομάδα φιλοξένησε στην πόλη ένα διήμερο περιφερειακό (αφορούσε τον Νότο) συνέδριο του «Συνδικάτου του Υπόγειου Τύπου» («Underground Press Syndicate», UPS) στις 24 και 25 Οκτωβρίου 1970, αφού πρώτα είχε ξεμπροστιάσει μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας έναν προβοκάτορα του FBI που είχε ανατινάξει ένα κτίριο στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα (Alabama).

Το βράδυ της 23ης προς 24η Οκτωβρίου τα γραφεία της εφημερίδας δέχθηκαν νέα εισβολή ένοπλων πρακτόρων του FBI που απειλούσαν μάλιστα τα μέλη της εκδοτικής ομάδας ότι θα τα σκοτώσουν και το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε το πρωϊ της 26ης με συλλήψεις 8 μελών δήθεν για κατοχή μαριχουάνας που όμως αποδείχθηκε κακοστημένη πλεκτάνη και αφέθηκαν την ίδια ημέρα ελεύθεροι. Για την περιπέτειά τους αυτή, οι εκδότες τους περιοδικού θα δηλώσουν στο «Resist Newsletter» (τεύχος 48, 2 Δεκεμβρίου 1970): «κόλλησαν πιστόλια στα πρόσωπά μας, μας φώναζαν ότι αλήτες σαν κι εμάς δεν έχουν δικαιώματα και απειλούσαν να μας σκοτώσουν κάποια ημέρα στον δρόμο αν απλώς είχαμε στις τσέπες τα χέρια μας…»

Το τελευταίο τεύχος της «Kudzu» κυκλοφόρησε τον Μάϊο του 1972, με την εφημερίδα να έχει συμπληρώσει μία μικρή εποποιϊα 34 τευχών, στην οποία ο Doggett αφιέρωσε το 19σέλιδο δοκίμιο «The Kudzu: Birth and Death in Underground Mississippi» που συμπεριελήφθη στο γνωστό βιβλίο «Voices from the Underground: Insider Histories of the Vietnam Era Underground Press» που επιμελήθηκε ο Ken Wachsberger το 1993.



«KULCHUR» (1960 – 1965)

Τριμηνιαίο περιοδικό «μπητ» κουλτούρας που εξέδωσε σε εν συνόλω 20 τεύχη από τον Μάρτιο του 1960 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1965 μία εκδοτική ομάδα (Τσαρλς Όλσον, Λερουά Τζόουνς, Ντιάνα Ντι Πρίμα, Michael John Fles, Martin Williams και Donald Phelps) με επικεφαλής στα τρία πρώτα τεύχη τον 25χρονο Μαρκ Σλάϊφερ (Marc Schleifer, 1935 - , που μετά από μερικά χρόνια προσχώρησε στον Σουφισμό, μετονομασθείς σε Abdallah Schleifer). Στο πρώτο 51σέλιδο τεύχος του περιοδικού δημοσιεύθηκαν δουλειές των Μπάρροουζ («The Conspiracy»), Ντι Πρίμα («Whims»), Όλσον («Pieces of Time»), Μπόουλς («Ketema Taza»), Γκίνσμπεργκ («Paterson»), Ουάλεν, Μακ Λιουρ, κ.ά.

Στις αρχές του 1961 ο Σλάϊφερ έφυγε για μία πολύμηνη παραμονή στην Κούβα και τον Μάρτιο ανέλαβε την έκδοση του περιοδικού από το τεύχος 4 και μέχρι το τέλος του η κριτικός Λίτα Χόρνικ (Lita Hornick, 1927 - ) με βοηθό της τον ποιητή Γκίλμπερτ Σορεντίνο (Gilbert Sorrentino, 1929 – 2006). Στις σελίδες του «Kulchur» δημοσιεύθηκαν πάμπολλες αξιοσημείωτες δουλειές των «μπητ» ποιητών και συγγραφέων, από τις οποίες ενδεικτικά μόνον αναφέρουμε τις «Kif» του Μπόουλς, «Murder Cake» της Ντι Πρίμα, «Elsie» του Χάνκε (Herbert Huncke), «The Oddness of Oz» του Μπέκγουϊθ (Osmond Beckwith), «Corregidor», «The Toilet», «African Slaves/American Slaves: Music Of» του Λερουά Τζόουνς, «Dave» του Κέρουακ, «Bridge-Work» του Όλσον, «In Search of Yage» του Μπάρροουζ, «The Ship in Yokohama» του Σνάϊντερ, «Death and Love» του Κούπφερμπεργκ, «The Change: Kyoto-Tokyo Express July 18, 1963», «Breughel-Triumph of Death» του Γκίνσμπεργκ, «Love», «Ideas of the Meaning of Form» του Ντάνκαν, «Phi Upsilon Kappa» του Μακ Λιούρ, «Remembrances of Bop in New York 1945 - 1950», «Kitsch into Art: The New Realism» του Σορεντίνο, κ.ά.

«THE LAST TIMES» («ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΚΑΙΡΟΙ», 1967)

Αντεργκράουντ ταμπλόϊντ εφημερίδα «δημιουργικού πειραματισμού» που εξέδωσε σε δύο μόνο τεύχη το φθινόπωρο του 1967 στο Σαν Φραντσίσκο ο «μπητ» ποιητής Τσαρλς Πλάϊμελ (Charles Plymell, 1935 - ) σε συνεργασία με τον Γάλλο ποιητή Claude Pélieu (1934 - 2002).

Από τα ενδιαφέροντα περιεχόμενά της, ξεχώρισαν οι δημοσιεύσεις έργων του Τζεφ Νιούταλ (Jeff Nuttall, 1933 - 2004) και του Γάλλου πρωτοποριακού καλλιτέχνη Λεμπέλ (Jean - Jacques Lebel), του αρχικού κειμένου «The Day the Records Went Up» του Μπάρροουζ (William Seward Burroughs, 1914 – 1997) που αργότερα, τον Νοέμβριο του 1968 δημοσιεύθηκε διασκευασμένο στην «Evergreen Review», του ποιήματος «Television Was A Baby Crawling Toward Τhat Deathchamber» του Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Irwin Allen Ginsberg, 1926 - 1997), των αναδημοσιεύσεων των «Σημειώσεων ενός πορνόγερου» («Notes of a Dirty Old Man») του Μπουκόφσκι (Charles Bukowski) από την εφημερίδα «Open City», ενός «Head Comix» του Robert Crumb (αναδημοσίευση από τη εφημερίδα «Yarrowstalks»), ποιημάτων του Πλάϊμελ, του Φίλιπ Ουώλεν (Philip Whalen), της Υβόν Μποντ (Yvonne Bond), του Άλλαν Ρούσο (Alan Russo), κ.ά.

Το εξώφυλλο του δεύτερου τεύχους («Final Star Edition») τυπώθηκε σε δύο εκδοχές, μία κόκκινη και μία μπλε. Εν συνεχεία ο Πλάϊμελ έκλεισε την εφημερίδα για ν’ ασχοληθεί με την έκδοση των περίφημων «ZAP Comix» του Κραμπ, την οποία μετά από λίγο παρέδωσε στον Ντον Ντόναχιου (Don Donahue). 

«LOVE» («ΑΓΑΠΗ», 1968)

Βραχύβια δεκαπενθήμερη αντεργκράουντ εφημερίδα που εξέδωσαν το 1968 σε σχήμα ταμπλόϊντ (ύψος από 37 έως 45 εκατοστά) στο Ρένο της Νεβάδα (Reno, Nevada) οι Ρόμπερτ Σουέτλικ (Robert Swetlik) και Κραιγκ Μπέργκλαντ (Craig O. Bergland 1949 – ).

Η «Love», που ιστορικά ήταν η πρώτη αντεργκράουντ εφημερίδα της Νεβάδα, ξεκίνησε στις 10 Μαϊου με την «χίπι» λογική της δωρεάν εφημερίδας που στηρίζεται σε δωρεές, όταν όμως αυτό έγινε εμφανές ότι δεν λειτουργεί καθιερώθηκε από το 2ο τεύχος (31 Μαϊου έως 12 Ιουνίου) τιμή 15 σεντς. Το τελευταίο τεύχος της «Love», που ήταν μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS),  κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1968.





 

Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007 - 2012


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βάγιας Μανόλης, «Σύντομη Ιστορία των Φιλολογικών και Πολιτικών Περιοδικών της Ελλάδας, από την γέννησή τους μέχρι σήμερα (1784 - 1990)», Αθήνα, 1990
Baunstein Peter - Doyle Michael William, «Imagine Nation: the American Counterculture of the ‘60s and ‘70s», New York, 2002
Bizot Jean-François - Miles Barry, «Free Press: Underground and Alternative Publications, 1965-1975», New York, 2006
Clay Steve και Phillips Rodney, «A Secret Location on the Lower East Side: Adventures in Writing, 1960-1980», New York, 1998
Crowley Walt, «Rites of Passage: A Memoir of the Sixties in Seattle», Seattle, 1995
Fountain Nigel, «Underground--The London Alternative Press, 1966-74», London, 1988
Glessing Robert J., «The Underground Press in America», Bloomington Indiana, 1971
Κrassner Paul, editor, «Best of the Realist: the Sixties' Most Outrageously Irreverent Magazine», Philadelphia, 1984 
Leamer Lawrence, «The Paper Revolutionaries: The Rise of the Underground Press», New York, 1972
McMillian John, «Smoking Typewriters: The Sixties Underground Press and the Rise of Alternative Media in America», New York, 2011
Μάφι Μάριο, «Underground», Αθήνα,1982
Mungo Raymond, «Famous Long Ago. My Life and Hard Times with the Liberation News Service», Boston, 1970
Nelson Elizabeth, «The British Counterculture 1966-73: A Study of the Underground Press», London, 1989 
The New Yippie Press Collective, « Blacklisted News: Secret Histories from Chicago to 1984», New York, 1983
Pardun Robert, «Prairie Radical: A Journey through the Sixties», Los Gatos, California, 2001
Peck Abe, «Uncovering the Sixties: The Life and Times of the Underground Press», New York, 1985
Ρασσιάς Βλάσης, «Underground Press. Η Ιστορία του υπόγειου Τύπου», β έκδοση, Αθήνα, 1988
Sean Stewart, editor, «On the Ground: An Illustrated Anecdotal History of the Sixties Underground Press in the U.S», Oakland CA, 2011
Skinn Dez, «Comix: the Underground Revolution», New York, 2004
Verzuh Ron, «Underground Times: Canada's Flower Child Revolutionaries», Toronto, 1989
Wachsberger Ken, editor, «Voices from the Underground: Insider Histories of the Vietnam Era Underground Press», Tempe, AZ, 1993
Διάφορα έντυπα από το «Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας»


 




ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ