«Οι καταστασιακοί που ίσως φαντάζεστε πως είστε οι κριτές τους, μία μέρα θα σας κρίνουν αυτοί. Σας περιμένουν στην γωνία». Με αυτή την αόριστα απειλητική φράση, ο Μωρίς Βυκέρτ, μιλώντας για λογαριασμό της Καταστασιακής Διεθνούς, έκλεινε την προκλητική του ομιλία στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης (ICA) στο Λονδίνο, το 1961. Εν συνεχεία, ένας μάλλον συγχυσμένος και αμήχανος ακροατής ρώτησε τι ήταν επιτέλους αυτός ο «Καταστασιασμός». Τότε, ο Γκύ Ντεμπόρ σηκώθηκε και δήλωσε στα γαλλικά: «Δεν βρισκόμαστε εδώ για να απαντήσουμε σε ηλίθιες ερωτήσεις» και αμέσως μετά ο ίδιος και οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι καταστασιακοί αποχώρησαν. Τρεις
δεκαετίες αργότερα, το ICA
με ένα πρόσφατο φυλλάδιό του μνημόνευσε το γεγονός
ως «μία διάσκεψη της
οποίας ο προεδρεύων ήταν βαρήκοος, ο κύριος ομιλητής
δεν ομιλούσε την αγγλική,
ενώ οι συμμετέχοντες επέμεναν ν’ αρνούνται πως
εκείνη η συνάντηση έλαβε
χώρα» (στην πραγματικότητα, οι καταστασιακοί
αρνήθηκαν μόνο ΤΟ ΘΕΜΑ της
συζήτησης, μια και, δικαίως, πίστευαν ότι η λέξη
«Καταστασιασμός» δεν ήταν
παρά μία άνευ σημασίας λέξη, επινοημένη από τους
αντι-καταστασιακούς).
Η Καταστασιακή Διεθνής (Internationale Situationniste, 1957 - 1972) ήταν μία διεθνής οργάνωση, η οποία, έχοντας ως έδρα και ορμητήριο το Παρίσι, ανέλαβε ως στόχο την αναδημιουργία του εγχειρήματος των ιστορικών πρωτοποριών, αλλά σε μία καινούργια και ανώτερη κλίμακα που θα καθιστούσε αδύνατο τον οποιονδήποτε συμβιβασμό. Περισσότερο γνωστή στις μέρες μας για την υπεραριστερή πολιτική της δράση και τοποθέτηση, η Κ: Δ. ή I. S. συγκροτήθηκε από (αντι)καλλιτέχνες που επιχείρησαν την συγχώνευση δύο μικρών οργανώσεων, της «Λεττριστικής Διεθνούς» (όπου συμμετείχαν ο πρωτοπόρος κινηματογραφιστής Γκυ Ντεμπόρ και η συγγραφέας και καλλιτέχνις των επικολλήσεων –και σύζυγός του Ντεμπόρ- Μισέλ Μπερνστάϊν) και του «Διεθνούς Κινήματος για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ» (όπου δρούσαν ο ζωγράφος Άσκερ Γιόρν και ο πειραματιστής των εικαστικών τεχνών Τζουζέπε Πίνοτ – Γκαλίτσο). Το «Διεθνές Κίνημα για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ» είχε επιτεθεί στον άκαμπτο λειτουργισμό και στις οπισθοδρομικές τάσεις της εποχής (όπως το βιομηχανικό design) επιδιώκοντας την δημιουργική «απελευθέρωση των μορφών». Είχε συγκεντρώσει στους κόλπους του καλλιτέχνες από την διεθνή ομάδα Cobra που από χρόνια είχε διαλυθεί, ουσιαστικά από το 1951. Το παλαιό μέλος της Cobra ζωγράφος και αρχιτέκτονας Κονστάντ προχώρησε σύντομα στην Καταστασιακή Διεθνή, προτείνοντας (και συμφωνώντας με τους τέως Λεττριστές και τα πειράματά τους) τα δικά του σχέδια για μία Ενιαία Πολεοδομία. Η τελευταία, αποτελεί την θεωρία «της συνδυασμένης χρήσης τεχνών και τεχνικών που θα επιτρέψουν την ολοκληρωμένη κατασκευή ενός περιβάλλοντος που θα βρίσκεται σε δυναμική σχέση με τις πειραματικές εκφάνσεις της συμπεριφοράς». Αν και
πάντα εμφανιζόταν ως ένα
αρραγές σύνολο, η Καταστασιακή Διεθνής γνώρισε
αρκετά σχίσματα και κατά
καιρούς διεγράφησαν 45 από τα 70 μέλη της. Η
θεμελιώδης αντινομία, που
σε γενικές γραμμές αντιστοιχούσε στην αρχική
διαίρεση σε μέλη που προέρχονταν
από τους Λεττριστές και σε μέλη που προέρχονταν από
το «Διεθνές Κίνημα
για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ», ήταν ανάμεσα στους
θεωρητικούς της αισθητικής
και σε εκείνους της πολιτικής. Οι πρώτοι ήταν
συνήθως σαξονικής καταγωγής
(όπως ο Δανός Γιορν, ο Ολλανδός Κονστάντ, οι
Γερμανοί της ομάδας Spur,
με την χαρακτηριστική εξαίρεση του Ιταλού
Πίνοτ – Γκαλίτσο) ενώ οι
δεύτεροι ήταν νοτιο-ευρωπαϊκής καταγωγής και
συσπειρώνονταν γύρω από την
καθοδήγηση του Γκυ Ντεμπόρ.
Οι θεωρητικοί της αισθητικής, πιστοί στο πρόγραμμα της Ενιαίας Πολεοδομίας, επιζητούσαν τον εκδημοκρατισμό των τεχνών, την επανενοποίηση και παγκοσμιοποίηση της υψηλής και της λαϊκής κουλτούρας, καθώς και μία αισθητική ρήξη που θα οδηγούσε στον ριζικό μετασχηματισμό της πόλης, μετατρέποντας το βάναυσο αστικό τοπίο σε μία αλληλουχία από ευχάριστες και ενδιαφέρουσες ατμόσφαιρες (ambiances). Γι’ αυτό και ενδιαφέρθηκαν πρωτίστως για τον σχεδιασμό πόλεων και αρχιτεκτονικών συνόλων, μολονότι η συνεισφορά τους στον τομέα αυτόν δεν υπήρξε εξαιρετικά σημαντική. Οι θεωρητικοί της πολιτικής, οι politicos, επιζητούσαν από την άλλη, όπως το δήλωσε ο πρώτος μη-καλλιτέχνης που έγινε σημαίνον μέλος στην Κ. Δ. , ο Ραούλ Βανεγκέμ: «την πραγμάτωση και το ξεπέρασμα της Τέχνης» και, τελικά, ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΖΩΗΣ. Και οι
δύο αυτές συνομαδώσεις
μέσα στην Κ. Δ. αρνιούνταν ότι η Τέχνη αποτελούσε
έναν ειδικευμένο και
διαχωρισμένο τομέα και χώρο δημιουργικότητας.
Πίστευαν πως έπρεπε να πάψει
η Τέχνη να είναι «παραγωγή καταναλωτικών
εμπορευμάτων». Όλοι οι καταστασιακοί
ήταν ρητά αντικαπιταλιστές. Ωστόσο, ενώ οι
θεωρητικοί της αισθητικής
φιλοδοξούσαν να ενσωματώσουν την Τέχνη σε κάθε
πλευρά της υπάρχουσας ζωής,
οι θεωρητικοί της πολιτικής ήθελαν να αλλάξουν άμεσα
και ριζικά τις κοινωνικές
σχέσεις και όχι να αναζωογονήσουν απλώς τις
υπάρχουσες μέσω μίας συνολικής
αναβάθμισης του περιβάλλοντος. Όπως το έθεσε ο
Μουσταφά Καγιάτι (ένας Αλγερινός
καταστασιακός από τους πιο δραστήριους και
κατανοητούς υπέρμαχους της πολιτικής
τάσης): «η πραγμάτωση της Τέχνης –της ποίησης με την
καταστασιακή έννοια-
σημαίνει πως δεν μπορεί κανείς να πραγματώσει τον
εαυτό του σε ένα καλλιτεχνικό
έργο, αλλά μονάχα στο σύνολο της πραγματικής του
ζωής». Η Τέχνη του ζην,
υπερέχει αυτής της ίδιας της Τέχνης.
Τελικά, καμμία από αυτές τις δύο τάσεις της Κ. Δ. δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να οικοδομήσει αυτό που ο Κονστάντ αποκαλούσε «μία άλλη πόλη, μία άλλη ζωή». Εάν τους δινόταν αυτή η ευκαιρία, ίσως να διαπίστωναν ότι ουσιαστικά δεν διέφεραν οι θέσεις τους στο ζήτημα Τέχνης και Τέχνης του ζην. Άλλωστε, οι υπάρχουσες συνθήκες και ευκαιρίες θα μετρούσαν, σε τέτοια περίπτωση πολύ περισσότερο από όσο οι απλές και αφηρημένες θεωρήσεις. Ήταν σε ένα προεπαναστατικό «εδώ και τώρα» που οι ανταγωνιζόμενοι προσανατολισμοί αδηγούσαν σε αποκλίνουσες πρακτικές. Στην 5η Συνδιάσκεψη της Κ. Δ. στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, οι δύο τάσεις συγκρούστηκαν ανοιχτά. Οι politicos είχαν πρόσφατα επιδοθεί στην έρευνα της Ιστορίας του επαναστατικού κινήματος και είχαν υιοθετήσει τον συμβουλιακό κομμουνισμό, επηρεασμένοι από την επιθεώρηση (και ομάδα των Κορνήλιου Καστοριάδη, Κλωντ Λεφόρ, κ.ά.) «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Οι θεωρητικοί της αισθητικής δεν ήταν εντελώς αντίθετοι στον προσανατολισμό αυτόν. Έδειχναν όμως έντονα σκεπτικιστές όσον αφορά την προοπτική μίας ανανεωμένης προλεταριακής εξέγερσης, μέσα στο τέλμα της κοινωνίας της ευημερίας των αρχών της δεκαετίας του ’60. Εκείνο που, αντίθετα, πρότειναν στην παρούσα φάση ήταν να αναπτύξουν περισσότερο τις δυνάμεις τους εκεί όπου αυτές ήταν ήδη αισθητές, δηλαδή στον κόσμο της Τέχνης. Οι θεωρητικοί της πολιτικής ανταπάντησαν ότι οι θεωρητικοί της αισθητικής (που αντιπροσωπεύονταν κύρια από την γερμανική ομάδα Spur) υποτιμούσαν τις χειρονομίες άρνησης που εκδηλώνονταν κάτω από την μύτη τους, όπως οι άγριες απεργίες, ή ποικίλα ανατρεπτικά σκιρτήματα, όπως οι φοιτητικές συγκρουσιακές εκδηλώσεις των Ιαπώνων Ζενγκακούρεν (Zengakuren) ή η εξέγερση των Καταγκέζων (Katagan) στο Κονγκό (στην οποία, από υπερβολική αισιοδοξία ίσως, διέβλεπαν κάποιο λανθάνον καταστασιακό πνεύμα και περιεχόμενο). Οι θεωρητικοί της αισθητικής αποδοκίμαζαν τους politicos, φωνάζοντάς τους «θα φάτε την θεωρία στην μάπα», ενώ εκείνοι τους αποκαλούσαν «νταβατζήδες της κουλτούρας». Το
1962, μετά την εκδίωξη της
ομάδας των Γερμανών και των Σκανδιναβών «Νασσιστών»
(από το όνομα του Γιέργκεν
Νας, νεότερου αδελφού του Άσγκερ Γιορν), οι
καταστασιακοί υιοθέτησαν την
ακραία πολιτική – επαναστατική στάση, την οποία και
διατήρησαν μέχρι την
τυπική διάλυση της οργάνωσης, το 1972. Οι
καλλιτεχνικές (ή αντι-καλλιτεχνικές)
δραστηριότητες περιορίστηκαν στην δημιουργία
προπαγανδιστικών επικολλήσεων,
μετεστραμμένων κόμικς και πινάκων ζωγραφικής. Οι
διαγραφέντες συγκρότησαν
την δική τους «Δεύτερη Καταστασιακή Διεθνή»,
εκδίδοντας στις Κάτω Χώρες
την επιθεώρηση «Καταστασιακοί Καιροί» («Situationist
Times») και ασκώντας
μία μόνιμη επιρροή στην κουλτούρα των Σκανδιναβικών
χωρών. Ωστόσο, παρέμειναν
αφοπλισμένοι καλλιτέχνες μίας χλιαρής πρωτοπορίας,
δίχως να καταφέρουν
ποτέ να συνδεθούν με το ογκούμενο επαναστατικό ρεύμα
που έμελλε σε λίγο
να κατακλύσει ολόκληρη την Ευρώπη.
Αντίθετα, εκείνοι που συσπειρώθηκαν γύρω από τις ανατρεπτικές θέσεις των Γκυ Ντεμπόρ, Ραούλ Βανεγκέμ και Μουσταφά Καγιάτι, κατάφεραν να οργανώσουν την θεωρητική τους συνοχή, να επηρεάσουν την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος και να δημιουργήσουν στον φοιτητικό χώρο το περίφημο «σκάνδαλο του Στρασβούργου» που στάθηκε ο προάγγελος της εξέγερσης του Μάη του ’68. Το 1967 εκδόθηκαν τα δύο βασικά βιβλία μέσα στα οποία συμπυκνωνόταν όλη η πειραματική και θεωρητική πορεία της καταστασιακής περιπέτειας. Η «Κοινωνία του Θεάματος» του Ντεμπόρ και η «Επανάσταση της Καθημερινής Ζωής» του Βανεγκέμ, πολλές φράσεις των οποίων γράφτηκαν ως συνθήματα στους τοίχους του εξεγερμένου Παρισιού. Μετά
τον Μάη του ’ 68, η Κ. Δ.
προχώρησε σε μία συζήτηση προσανατολισμού, η οποία
έμελλε να οδηγήσει στην
διάλυσή της. Έκτοτε, εκατοντάδες (αν όχι και
χιλιάδες) ομάδες σε όλον τον
κόσμο συγκροτήθηκαν έχοντας υιοθετήσει τις
περισσότερες από τις κατευθύνσεις
της Κ. Δ.
Bob
Black
(Δημοσιεύθηκε
στο 29ο τεύχος του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»,
εαρινή ισημερία του 1992.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Μάκης
Κ.)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |