Από τους Provos στους Kabouters
 
 
 
 
 Οι «Νάνοι» του Άμστερνταμ: μία διαφορετική επανάσταση
μέσα από το παιχνίδι και την «γλυκειά πολιτική»
 

«Το Provo πέθανε. Πέθανε επειδή δεν είχε οικοδομήσει τίποτα. Φάνηκε σαν μία απελπισμένη έκρηξη μέσα σε μία πολωμένη κοινωνία. Προφητέψαμε την επανάσταση αλλά την καταστήσαμε απραγματοποίητη. Μα η επανάσταση δεν βασίζεται στο τίποτε. Πρέπει να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη, να ωριμάσει. Αυτή είναι η σημασία των σχολείων του κινήματός μας, και των μικρών μας κοπερατίβων. Πρόκληση και υλοποίηση, είναι αυτό που λέω θεωρία με τα δύο χέρια. Με το αριστερό προσπαθούμε να μπολιάσουμε την Ουτοπία στο μέσα περιβάλλον του παλαιού κόσμου, σαν ένα ρωμαλέο μανιτάρι πάνω σε ένα σαπισμένο κλαδί. Με το δεξί ρίχνουμε λάδι στην φωτιά, κοντράρουμε τον εχθρό και διαβρώνουμε τους φορείς του…» (Roel Van Duyn, συνέντευξη στο «C’ est Demain La Veille», Παρίσι 1973). 
 

Τον Ιούνιο του 1970, πολλού από τους κατοίκους του Amsterdam τρελαθήκανε. Ή τουλάχιστον αυτό νομίζανε οι συμπολίτες τους, όταν πληροφορήθηκαν πως οι 5 από τους 45 δημοτικούς σύμβουλους της ολλανδικής πόλης είχανε εκλεγεί από το πιο «έξαλλο» κόμμα που περιελήφθη ποτέ σε δημοτικό ψηφοδέλτιο. Εκείνοι εκεί οι περίεργοι άνθρωποι που αυτοαποκαλούνταν «Kabouters» δηλαδή («Νάνοι», «ξωτικά») και είχανε για σύνθημά τους «τον σοσιαλισμό, όχι όμως εκείνον την σφιγμένης γροθιάς, αλλά των αναδιπλωμένων δακτύλων σε σχήμα πεταλούδας, της απαλής ανάλαφρης ματιάς, της ιερής γάτας, με λίγα λόγια την Αντιεξουσία», συγκέντρωσαν το 11% από το σύνολο των ψήφων στις τοπικές δημοτικές εκλογές του Amsterdam, βγαίνοντας τρίτη δύναμη μετά τα άλλα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα της Ολλανδίας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Επτά ακόμα από εκείνους τους απίθανους μακρυμάλληδες καταφέρανε να «χωθούνε» και στα δημαρχεία της Χάγης, του Άλκμααρ και του Λέϋντεν.
 

 

Οι «Νάνοι» ξεχωρίζανε αυτόματα από τους επαναστάτες των πεζοδρομίων λόγω του άκακου ύφους που είχαν διαλέξει, κεντρίζοντας ταυτόχρονα και την αίσθηση του χιούμορ που έχει ο απλός άνθρωπος. Κηρύξανε λοιπόν την «Γλυκειά Επανάσταση» με στόχο της την προσβολή της κατεστημένης τάξης και την πραγμάτωση μίας υποδειγματικής «Ελεύθερης Πολιτείας». Ο Roel Van Duyn, πρώην «Provo», φοιτητής Φιλοσοφίας και γνωστότερος από τους «Kabouters», έγραψε στον Υπουργό Εσωτερικών της… «παλιάς κοινωνίας»: «Κύριε, η Ελεύθερη Πολιτεία μας δέχεται την ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στα δύο κράτη κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η Επανάσταση όμως δεν έχει καιρό για να σπαταλάει, στηριζόμενη αποκλειστικά και μόνο στις «γλυκειές μεθόδους» μας…».

Οι «Kabouters» εμφανίστηκαν το 1970, με πρωτοβουλία μερικών πρώην «Provos», αλλά με διαφορετική κοινωνική προέλευση στο σύνολό τους, κυρίως νεολαία. Ενώ οι «Provos» ήσαν αμφισβητίες, αυτοί επιδεικνύανε μία προσπάθεια θετικής οικοδόμησης νέων δομών ή ριζικής αναμόρφωσης των ήδη υπαρχόντων. Το φύτεμα ενός στοιχείου ρεφορμισμού επάνω στον κορμό μίας εξτρεμιστικής παράδοσης, υπήρξε μία φιλοδοξία για να δοθεί ζωή περισσότερο σε μία εναλλακτική αντικουλτούρα παρά σε μία αντικουλτούρα του περιθωρίου. Αυτό το διακριτικό χαρακτηριστικό των «Kabouters», τους έδωσε την δυνατότητα να προικίσουνε με την άμεση δράση για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς την δημιουργική παρέμβασή τους επάνω στην κοινωνική πραγματικότητα. Η 5η Μαίου 1970, επέτειος της εθνικής απελευθέρωσης της Ολλανδίας, μετονομάστηκε λ.χ. και μάλιστα έμπρακτα σε «Εθνική Ημέρα των Αστέγων», όταν οι «Kabouters» οργάνωσαν την μαζική κατάληψη αδειανών σπιτιών, βάζοντας μέσα άστεγες οικογένειες και φτωχούς που δεν είχαν να πληρώσουν νοίκι.
 

 

Απέναντι στο κυκλοφοριακό χάος, το κίνημα των «Kabouters» ίδρυσε την «Υπηρεσία Εξάλειψης Αυτοκινήτων» που μετακινούσε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα από τους δρόμους, παρεμπόδιζε την κυκλοφορία αυτοκινήτων και δημιουργούσε (εφήμερες όμως) ζώνες αποκλειστικά για τέρψη των πεζών. Παράλληλα ειδικευμένοι «κομάντος» φυτεύανε με αστραπιαίες ενέργειες δέντρα στην μέση των δρόμων και των πλατειών. Όταν το συνεργείο των «Kabouters» προσπάθησε να φυτέψει μία νεαρή πορτοκαλιά στην κεντρική πλατεία του Amsterdam, τους κυνήγησε η αστυνομία και ανταλλάχθηκαν μερικές… «ψιλές». Μπαίνοντας όμως πλήρως στο γενικότερο πνεύμα του κινήματος, ο ίδιος ο δήμαρχος έσπευσε να δηλώσει με μεγάλη σοβαροφάνεια πως «η παρεξήγηση δημιουργήθηκε επειδή οι σεβαστοί πολίτες της Ελεύθερης Πολιτείας είχαν παραβιάσει την επικράτεια ενός φιλικού κράτους…».

Του είχε δοθεί άλλωστε παλαιότερα η ευκαιρία να προσαρμοστεί στο πνεύμα του «πολιτικού παιχνιδιού», όταν το 1966 με την επωνυμία τότε των «Provos» (σύντμηση της λέξης «προβοκάτσια»), μερικοί από τους μετέπειτα «Kabouters» είχαν κατορθώσει να αρπάξουν μία έδρα στο δημοτικό συμβούλιο. Καταστρώσανε τότε πρωτότυπα σχέδια, τα λεγόμενα «Άσπρα Σχέδια», για να λύσουν προβλήματα, όπως του κυκλοφοριακού, της μόλυνσης και της λογοκρισίας, και επίσης κήρυσσαν ταυτόχρονα την φανταστική «Πλήρη Επανάσταση» του… «προβοταριάτου», που «δεν αποτελούσε κοινωνική τάξη γιατί είχε σύνθεση πολύ ετερογενή για κάτι τέτοιο». 

«Το Provo ενθαρρύνει την εξέγερση όπου την ανταμώσει. Το Provo ξέρει ότι αυτό θα χάσει στο τέλος, αλλά δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία να προκαλέσει ετούτη την κοινωνία για μία ακόμα φορά…»  (Επιτροπή Σύνταξης της επιθεώρησης «PROVO», Άμστερνταμ, 25 Μαϊου 1965) 
 
 

 
 

Όταν οι «Provos» κατέλαβαν μία έδρα στο δημοτικό συμβούλιο του Amsterdam τον Σεπτέμβρη του 1966, αρχικά με τον Bernhard De Vries αλλά στην συνέχεια με αντιπροσώπους να διαδέχονται ο ένας τον άλλον σε μονοετείς θητείες (καθώς στην Ολλανδία οι δημοτικές έδρες δεν κερδίζονται από συγκεκριμένα άτομα αλλά από παρατάξεις), το επαναστατικό μένος τους ξεθύμανε γρήγορα και τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους έπαψαν να ακούγονται πια. Έτσι λοιπόν, τον Μάρτιο του 1967, έγινε η πρώτη «αλλαγή φρουράς». Ο Bernhard De Vries, που δεν είχε κάνει τίποτε το… θεαματικό μέσα στο δημοτικό συμβούλιο, αντικαταστάθηκε από τον «Provo» Lund Schimmelpennuick. Η πολιτική ζωή της Ολλανδίας απόλαυσε τον «ήσυχο ρυθμό» της μέχρι το φθινόπωρο του 1969, όταν ένας γενειοφόρος 26χρονος ειρηνιστής και καθηγητής Βιολογίας, ο Χουϊμπ Κάτερ, απασχόλησε τις στήλες των εφημερίδων με το κάψιμο στο δημόσιο προαύλιο του Κοινοβουλίου της πρόσκλησης για στράτευσή του. Όταν τον κάλεσαν να μιλήσει για τις απόψεις του στο ραδιόφωνο, εξόρκισε τους ακροατές να σαμποτάρουν τους μιλιταριστές και στην συνέχεια ξεκίνησε μία σειρά διαλέξεις για το συγκεκριμένο θέμα, και γύρω του συσπειρώθηκε μία μεγάλη ομάδα φοιτητών Κάτω από την επωνυμία «Λαϊκό Πανεπιστήμιο Μεθόδων Δολιοφθοράς».

Μόνο όμως όταν οι απόψεις αυτές υιοθετήθηκαν από τον τότε δημοτικό σύμβουλο των «Provos» στο δημοτικό συμβούλιο του Amsterdam, τον Roel Van Duyn, ο λύκος ξαναμπήκε μέσα στο μαντρί. Ύστερα από δηλώσεις τους, που προωθούσαν τις απόψεις του Κάτερ ακόμα παραπέρα, οι «Provos» απασχόλησαν ξανά τις ολλανδικές εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους. Τότε ήταν που ο Van Duyn μετονόμασε την ομάδα των «Provos» σε «Kabouters» («ξωτικά», «Νάνους»), θέλοντας προφανώς να μετριάσει την βιαιότητα των προθέσεών τους, που, όπως δήλωσε, εμπνέονταν από τον έμμονα πιστό στην καλοσύνη της ανθρώπινης φύσης πρίγκιπα Πιετρ Κροπότκιν, παρά από τον περισσότερο «βίαιο» Μπακούνιν. 
 

 

Η τεχνική των «Provos» και οι «μισοπάλαβες» (για τους αστούς) ιδέες τους ξαναφανήκανε στο προσκήνιο, όπως κατά τις πρώτες μέρες του κινήματος. Ένας ζήτησε να ανακηρυχθεί η ομάδα «κράτος μέσα σε ένα κράτος» με 12 «Υπουργεία» (ανάμεσα στα οποία και ένα που ονομαζόταν… «Αντιμετώπισης Εξουσίας και Βίας»). Μετά από όλες αυτές τις εισηγήσεις, ακολούθησε η πανηγυρική ίδρυση της «Ελεύθερης Πολιτείας του Πορτοκαλιού», με την μορφή ενός κέντρου «από το οποίο οι μαγικοί κύκλοι των φυλών των Νάνων θα εξαπλωθούν και θα καλύψουν στο τέλος όλον τον κόσμο, με μία συνομοσπονδιακή δικτύωση…». Οι «Kabouters» κατάφεραν εξαρχής να κερδίσουν γερές συμπάθειες, κυρίως μέσα από την πρακτική τους προσέγγιση ενός μεγάλου αριθμού προβλημάτων της καθημερινής ζωής, όπως λ.χ της έλλειψης στέγης, της συγκοινωνιακής συμφόρησης και της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Ή μάλλον τους αναγνωρίστηκε ό,τι είχε επιτευχθεί σε αυτούς τους τομείς από άλλες ομάδες νέων ριζοσπαστών που συγκατατέθηκαν να συνεχίζουν οι «Kabouters» το έργο τους, εγκαθιστώντας άστεγους σε άδεια σπίτια και φροντίζοντας μοναχικούς γέρους συνταξιούχους που υιοθετούσε ως πολίτες η «Ελεύθερη Πολιτεία του Πορτοκαλιού». Οι «Kabouters» βέβαια αναπτύξανε και μία δική τους, εντελώς ξεχωριστή δραστηριότητα, όπως μάχη κατά της μόλυνσης (στην διάρκεια της οποίας περπατούσαν στους δρόμους φορώντας αντιασφυξιογόνες μάσκες) ή υποχρέωναν τους οδηγούς να σβήνουν τις μηχανές τους ενώ έσπρωχναν οι ίδιοι με τα χέρια το αυτοκίνητό τους.

Οι «νομοταγείς αστοί» του Amsterdam ήτανε διχασμένοι απέναντί τους. Άλλοι τους θεωρούσαν θεοπάλαβους, ενώ άλλοι τους θαυμάζανε για την αυθόρμητη και αυθάδικη στάση τους απέναντι στην γραφειοκρατία και την βιομηχανοποίηση της καθημερινής ζωής. Ελάχιστοι όμως από εκείνους που τους προτιμήσανε με την ψήφο τους, διεκδικήσανε πραγματικά ότι ό,τι πετύχανε. Μετά τις εκλογές, διάφοροι «ψηφοφόροι» λέγανε σε δημοσιογράφους: «νομίζαμε ότι θα έβγαιναν μόνο ένας ή δύο το πολύ από τους υποψηφίους τους». Ο Ολλανδός πρωθυπουργός έκανε μία μεσοβέζικη δήλωση, προσπαθώντας να μην κοντράρει πολύ τους… «παλαβούς»: «Η εκλογή τους έφερε μία φρέσκια πνοή στον μουχλιασμένο αέρα της πολιτικής σκηνής (sic). Λυπάμαι μονάχα για την έκταση που προσέλαβε η εκλογική νίκη τους, γιατί έχουμε σοβαρά έργα προς εκτέλεση…».

Οι «Kabouters» τις περισσότερες φορές συμπεριφέρονταν με επιδεικτική ευπρέπεια μέσα στο δημοτικό συμβούλιο, κάτι που τους χάρισε γρήγορα την συμπάθεια των περισσότερων συμβούλων…Σε μία συζήτηση για την μόλυνση και το πράσινο, ο Van Duyn πρότεινε να τοποθετηθούν ταράτσες με κήπο επάνω τα λεωφορεία: «δεν υπάρχει μέλλον χωρίς χλωροφύλλη». Σε άλλη περίπτωση προτάθηκε η ένωση των κήπων των γειτονικών σπιτιών ώστε να δημιουργηθούν δημόσιες πράσινες ζώνες, και σε άλλη ζητήθηκε να επιτραπεί στα παιδιά να χρησιμοποιούνε ελεύθερα τα πάρκα για παιχνίδι και αθλοπαιδιές αφού όμως πρώτα ξανα-αποδοθούνε στους φυσικούς κατοίκους τους, δηλαδή γεμίσουν πάλι με ζώα. Αυτές όμως οι «προτάσεις – εναλλακτικές μέθοδοι» σχεδόν ποτέ δεν συζητιόντουσαν από τους υπόλοιπους στενοκέφαλους σύμβουλους: «χρησιμοποιούσανε τόσο προκλητική γλώσσα, ώστε ένα μεγάλο μέρος από τις καλές ιδέες τους να χάνεται μέσα στα χάχανα με τα οποία τις υποδέχονταν μερικοί ή μέσα στην δυσφορία που δημιουργούσαν σε άλλους…» θα πει κάποτε ο δήμαρχος της πόλης.

Όταν οι «Kabouters» δηλώσανε κάποτε ότι δεν τους αρκούνε τα πάρκα της πόλης αν κατά μήκος των δρόμων δεν στήνονταν πινακίδες που «να απαγορεύουνε το χοντρό κυνήγι», ένας δεξιός σύμβουλος είπε πως «δεν έχουνε το μυαλό τους στην θέση τους», ενώ ένας από τους… «προοδευτικούς» δήλωσε πως διερωτάται εάν είναι «ονειροπαρμένοι ή βλαμμένοι». Ακόμα και ο ίδιος ο δήμαρχος, που προέδρευσε στις συνελεύσεις και κατά κανόνα τους φερόταν με υποδειγματική ευγένεια, έφθασε και σε μερικές στιγμές σε σημείο να τους προειδοποιήσει  ότι «είχαν ήδη σχεδόν εξαντλήσει την ανεξάντλητη υπομονή του συμβουλίου».
 
 

 
 

Από τη πλευρά των «Kabouters», ο Van Duyn δίνει συνέντευξη στις εφημερίδες και, μεταξύ άλλων, δηλώνει: «αισθάνομαι ένοχος συνεργασίας με ένα απαράδεκτο σύστημα, όπου 45 μόνον άνθρωποι αποφασίζουνε για έναν αστικό πληθυσμό 850.000 ανθρώπων, μέσα από ένα αυταρχικό σύστημα που είναι τελείως ασυμβίβαστο με τα βασικά πλαίσια μίας αντιεξουσιασιτκής κοινωνίας για την οποία μάχονται οι Kabouters. Είμαι μονάχα ένα είδος απεσταλμένου στην παλαιά κοινωνία. Η πραγματική μου αποστολή είναι να την φθείρω. Η ύπαρξη και μόνο της εναλλακτικής κοινωνίας μας είναι μία αποτελεσματική μορφή σαμποταρίσματός της». Η εναλλακτική κοινωνία των «Kabouters», ενσωματωμένη σε 3 μικρά μαγαζιά ειδών διατροφής και υγιεινής και σε μία «δημοκρατικά αυτό-διευθυνόμενη» βιοτεχνία ενδυμάτων εγκατεστημένη σε ένα υπόγειο, ήτανε πραγματικά μία πραγματική μορφή σαμποτάζ αν λάβει κανείς υπόψη την μεγάλη ανταπόκριση που έβρισκαν στην νεολαία.

Το 1971 το κίνημα των «Kabouters» ισχυροποιήθηκε και στην Χάγη, όπου εξελέγησαν δημοτικοί σύμβουλοι ο 26χρονος Γκάσπαρ Σάκινγκ Κουλ, γιος ενός γιατρού και απόβλητος Πανεπιστημίου και η φίλη του με την οποία ζούσε σε ένα πρόχειρο σπίτι στα περίχωρα της πόλης. Βλέποντας την δύναμή τους να ανεβαίνει, οι «Kabouters» κατέβασαν ψηφοδέλτιο και στις βουλευτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς. Η προεκλογική τους αφίσσα παρουσίαζε μία ολόγυμνη κοπέλλα μπροστά από μία αγελάδα, ενώ τα κεντρικά συνθήματα της προεκλογικής τους εκστρατείας ήταν ανάλογα με εκείνα των προκατόχων τους «Provos»: «Ψήφο στους Νάνους για καλύτερο καιρό !». Οι φεμινίστριες στο μεταξύ τους καταγγείλανε ότι… υποβίβαζαν την γυναίκα σε επίπεδο μαστοφόρου, και έτσι, λόγω «της ευαισθησίας της για την κοινωνική ισότητα», η ομάδα πήρε την επόμενη μέρα απόφαση και οι αφίσσες της γυμνής ξανθιάς σκεπαστήκανε από άλλες, καινούργιες, που αυτή την φορά απεικονίζανε… έναν γυμνό άντρα μπροστά από έναν ταύρο !!! 

Από εκείνη την εποχή είναι και το κείμενο ενός Ολλανδού συγγραφέα για τους «Kabouters», όπου διαβάζουμε την άποψή του για τους ανθρώπους του κινήματος:
 
 

 
 

«Όσο πιο πολλούς συναντούσα από αυτούς τους ανθρώπους, που φυσικά δεν ήσαν αφελείς ή αμόρφωτοι νέοι, αλλά διαβασμένοι ιδεολόγοι γύρω στα 30, τόσο μεγαλύτερη εντύπωση μου προξενούσε η αυθόρμητη καλοκάγαθη στάση τους. Αν και ένα εξέχον μέλος τους Ολλανδικού Εργατικού Κόμματος τους κατήγγειλε σαν επικίνδυνους αναρχικούς που ποζάρουν ανενόχλητοι σαν καλοπροαίρετοι νέγροι, δεν μπορούσαν να μην πιστέψω ότι είναι αρνιά μέσα σε γούνες λύκων, παρά το αντίθετο. Καθώς κουρνιάζανε στην γεροντική θαλπωρή των «πατεράδων» του άστεως και υποχρεώνονται να καταπιάνονται με πραγματικά προβλήματα παρά με το παράξενο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα, οι «Kabouters» συνεχίζουνε τον δρόμο των «Provos» προκατόχων τους, τους οποίους κάποτε είχε κατακρίνει ο Van Duyn με μία αίσθηση πικρίας, γιατί είχαν αφήσει τους εαυτούς τους να γίνουνε «αστοί». Ενώ η ψυχαγωγική τους αξία ανεβάζει πολύ ψηλά τις μετοχές τους της δημόσιας προβολής, από την άλλη πλευρά τρώνε και μερικές «φαλτσαριστές μπαλλιές» της αστικής δημοσιότητας. Χωρισμένοι πια ανάμεσα στους οπαδούς του Van Duyn που υποστηρίζει την συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές και σε εκείνους του Frans Van Bommel που αρνείται να προχωρήσει περισσότερο στον ολισθηρό δρόμο του κατεστημένου, δεν αποκλείεται να αποδυναμωθούνε. Η διάσταση αυτή στις επιδιώξεις τους, κάνει πολλούς να προβλέπουνε ότι στις επόμενες δημοτικές εκλογές οι «Kabouters» θα έχουνε διαλυθεί, έτσι όπως συνέβη και με τους «Provos». Ο ίδιος ο Van Bommel είναι ο πρώτος που παραδέχεται κάτι τέτοιο. Αλλά συμπληρώνει ότι αν η «Ελεύθερη Πολιτεία του Πορτοκαλιού» κάποτε διαλυθεί, είναι βέβαιος πως κάτι άλλο θα πάρει την θέση της, κάτι που θα ενσαρκώνει το πνεύμα της…» 

Ο Van Bommel είχε δίκιο. Οι «Kabouters» δεν μπορέσανε να ξεχωρίσουνε στις βουλευτικές εκλογές του 1971 ανάμεσα στα πολλά μικρά και μεγάλα πολιτικά και τοπικά κόμματα που συμμετείχαν. Μετά την λήξη της θητείας των δημοτικών συμβουλίων του Άμστερνταμ, της Χάγης, του Άλκμααρ και του Λέϋντεν, οι «Kabouters» αποφασίσανε για μία ακόμα φορά την αυτονομία των ομάδων τους (όπως είχαν κάνει πριν μερικά χρόνια και οι προκάτοχοί τους «Provos», τότε, στην στερνή τους συνεδρίαση της 17ης του Μάη του 1967) και στην συνέχεια αυτοδιαλύθηκαν ως ενιαίο κίνημα. Η ομάδα του Van Duyn εξακολούθησε ωστόσο να εκλέγεται στο δημοτικό συμβούλιο του Amsterdam με το όνομα «Ριζοσπάστες»… 

Βλάσης Ρασσιάς, Αθήνα 1981

 
(Δημοσιεύθηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη» την άνοιξη του 1981).  
   
  
  

 

 
 
 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ:  

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ  

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ  

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ"  

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ  

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993)  

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ