Να σκαρφαλώσεις στο ταβάνι, να πιτσιλίσεις τους τοίχους, να τρυπήσεις τις πόρτες, να γεμίσεις το πάτωμα μολυβιές, να ξαπλώσεις επάνω στο καλοριφέρ, να παίζεις με τα φώτα, να πηδάς πάνω στο κρεβάτι σου. Πόσες και πόσες παιδικές λαχτάρες που κόβονται απότομα με ένα χαστούκι ή ένα αμετάκλητο «απαγορεύεται». Στο όνομα τίνος όμως μπαίνουν όλες αυτές οι απαγορεύσεις ; Στο όνομα της «καλής αγωγής» που και αυτή στο κάτω – κάτω προσδιορίζεται άμεσα από μία εξουθενωτική και πιεστική αρχιτεκτονική. Απορημένος και τρομαγμένος εξερευνητής αυτού του άγνωστου και ξένου κόσμου που είναι το «διαμέρισμα των μεγάλων», το παιδί μαθαίνει μέσα από μία σειρά απαγορεύσεων και τιμωριών πως η φυγή, η κίνηση, η έκφραση, η αυτενέργεια είναι πράγματα ανεπιθύμητα. Προ ετών, το Κέντρο Έρευνας Αρχιτεκτονικής – Πολεοδομίας – Κατασκευής στην Γαλλία έκανε μερικούς πειραματισμούς γύρω από τις ιδεώδεις για την ανάπτυξη του παιδιού συνθήκες κατοικίας. Με την κουβέντα, το σχέδιο, τις μακέτες, τον πηλό, ξύλο ή χαρτόνι, διακόσια πενήντα πιτσιρίκια της περιφέρειας του Παρισιού, περιγράψανε τα δωμάτιά τους. Τέτοια όπως είναι και τέτοια όπως τα ονειρεύονταν. Με μία χαρωπή μολυβιά διαγράψανε, διαλύσανε και κομματιάσανε το καλούπι που είχαν πλάσει επί γενιές ολόκληρες η συνήθεια και ο καταναγκασμός, επανεφευρίσκοντας δίχως αναμνήσεις και δίχως ιδιοτροπίες ένα περιβάλλον στα δικά τους μέτρα. Ξεκίνημα από το ταβάνι. Έτσι που είναι τώρα, «συνθλίβει» το νεογέννητο μόλις το ακουμπήσουμε στην κούνια του με την οριζοντιωμένη κατσουφιά του. Μετά, εκείνη την εντελώς γυμνή επιφάνεια, την εντελώς αχρησιμοποίητη (με εξαίρεση μόνο το φωτιστικό που κρέμεται στην μέση) το παιδί θέλει να την κυριεύσει. Αγγίζοντας το ταβάνι φθάνεις στον ουρανό, πιάνεις το φεγγάρι. Δύο είναι οι λύσεις: να κατέβει αυτό για να είναι του χεριού μας, έτσι που το δωμάτιο να γίνεται σπηλιά, σοφίτα, υπόγειο. Ή να σκαρφαλώσεις για να το φθάσεις και να το κατακτήσεις, φθάνοντας με διπλές σειρές κρεβατιών , με σκαλίτσα, με σχοινί ή με διαδοχικά επίπεδα. Μετά την απόβαση η κατοχή: με νωπογραφίες, κατάλληλο φωτισμό και, γιατί όχι, με μία καλομελετημένη διευθέτηση. «Θα ήθελα να ανεβάσω το κρεβάτι μου στο ταβάνι με μία τροχαλία», δηλώνει ένα κοριτσάκι, «έτσι που να μπορώ να παίζω από κάτω του». Να ανεβάζεις επίσης και να κατεβάζεις τα παιχνίδια σου με ράφια ανελκυστήρες: άλλη μία παιδική ιδέα για να απελευθερωθεί το πάτωμα και να έχεις τα παιχνίδια σου μπροστά στα πόδια σου, μπροστά στα μάτια σου. Ύστερα από το ταβάνι, ο τοίχος. Συμπαγές και ευθυγραμμισμένο το κάθετο αυτό εμπόδιο που το απομονώνει από την μαμά του, ανησυχεί το παιδί. Η επιθυμία του είναι να εξημερώσει, να δαμάσει αυτή την απειλητική και πιεστική επιφάνεια. Να την κυριεύσει. Το να ζωγραφίσεις τους τοίχους είναι μία αυθόρμητη κίνηση. Στον Μάη του ’68 αποδείχθηκε πως αυτή η εκφραστική ανάγκη που καταπνίγεται στο παιδί , ξαναπαρουσιάζεται και ξεσπά με σφοδρότητα σε μία κοινωνία που περνάει κρίση. Να ζωγραφίσεις, να σβήσεις, να χαράξεις, να κολλήσεις, να γράψεις πάνω σ’ αυτόν. Τα παιδιά ξέουνε πολύ καλά ότι όλα όσα εύχονται είναι τεχνικώς εφαρμόσιμα. Και την πόρτα επίσης θα ήθελε το παιδί να την ελέγχει. Τι χρειάζεται αυτό το αδιαφανές παραπέτασμα, που πίσω του εξαφανίζονται όλα τα αγαπημένα πρόσωπα, αυτό το σύμβολο της τιμωρίας, της απομόνωσης και της αποστέρησης της ελευθερίας που από πάνω μέχρι κάτω είναι μία συνεχής απαγόρευση ; «Μην χτυπάς την πόρτα», «μην αφήνεις τις πόρτες ανοιχτές», «μην χώνεις το δάχτυλο στην χαραμάδα της πόρτας», «μην κρεμιέσαι από τα πόμολα», «μην πιάνεις το κούφωμα με τα δύο σου χέρια»… Για να συμβιώσει με την πόρτα, το παιδί θέλει να την φέρει στα νερά του. Να έχει το δικαίωμα να την ανοιγοκλείνει όσο του γουστάρει, να ρυθμίζει το άνοιγμά της, να ελέγχει το κλειδί της και, το κυριότερο, να την «κυριεύσει» και αυτήν όπως τον τοίχο. Να την ζωγραφίσει, να την διακοσμήσει, να την κάνει διάφανη. Άλλη μία επιφάνεια φορτωμένη με «μη» και «απαγορεύεται» είναι το πάτωμα. Το πάτωμα που σε λερώνει αλλά απαγορεύεται να το λερώσεις. Είναι μόνο και μόνο για να πατάμε επάνω του, ενώ όλα τα παιδιά το θέλουνε για να κοιμούνται πάνω του, να ζωγραφίζουνε, να το μπουσουλάνε και να το «μετράνε» κάνοντας κωλοτούμπες… Στα όνειρά τους το καλύπτουνε με χορτάρι, με πλάκες, με φύλλα όπως στον κήπο, στο δρόμο και στο δάσος. Το παράθυρο πάλι, εύθραυστο και επικίνδυνο , το φτιάχνουνε φινιστρίνι, πολεμίστρα, εξέδρα, θεωρείο, χρωματίζουνε το τζάμι του. Επανεφευρίσκουν με πρότυπο τα δικά τους μάτια αυτό το βλέμμα προς τον εξωτερικό κόσμο. Όσο για το κρεβάτι, αυτό το απαραβίαστο ορθογώνιο, όπου απαγορεύεται το κάθε τι πέραν του ύπνου, το παιδί το θέλει για να παίζει, να χοροπηδάει, να διαβάζει, να περνάει την ημέρα του, να χουζουρεύει, να ονειροπολεί… Στο κρεβάτι – κλουβί αντιτάσσει το κρεβάτι – παιχνίδι. Και μία τελευταία διεκδίκηση που εμπεριέχει και συνοψίζει όλες τις προηγούμενες. Η κάμαρά του να είναι ΔΙΚΗ ΤΟΥ, για να μπορεί μέσα εκεί να κάνει ό,τι θέλει, να φέρνει ό,τι θέλει, ακόμα και αντικείμενα «που δεν συνηθίζονται» σε δωμάτια παιδιών. Καθρέφτη λόγου χάρη, που οι μεγάλοι δεν τον επιδοκιμάζουνε: «ενθαρρύνει την φιλαρέσκεια στα κορίτσια και κάνει τα αγόρια θηλυπρεπή…». Τα παιδιά τον επιζητούν, ωστόσο μόνο για να ελέγξουνε την όψη τους, να αξιολογήσουνε τα προσόντα τους, να δούνε και να σιγουρευτούνε για τον εαυτό τους… Παραισθήσεις
; Καπρίτσια ; Ονειροπολήματα
; Παραμύθια ; Αυτές τις κάμαρες που βγήκανε κατ’
ευθείαν από τα όνειρα
των παιδιών, τις ξαναβρίσκουμε στις αναζητήσεις
μερικών πρωτοποριακών αρχιτεκτόνων,
που μόλις τώρα αρχίζουν να συλλαμβάνουν ανάερα τους
ρυθμούς και τα χτυποκάρδια
της αυτορρυθμιζόμενης ζωής. Καθόλου παράξενο,
αλήθεια. Το σπίτι, όπως το
ζωγραφίζουνε τα παιδιά (δύο μάτια για παράθυρα, ένα
στόμα για την πόρτα)
δεν είναι τίποτε άλλο από μία προβολή του εαυτού
τους.
(Δημοσιεύθηκε
στο 2ο τεύχος του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη», τον
χειμώνα του 1980 / 1981.
Μετάφραση Βλάσης Ρασσιάς).
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |