Για τους «Λευκούς Πάνθηρες»
 
(Το πιο κάτω κείμενο βρίσκεται δημοσιευμένο και σε σχετικό KNOL του Βλ. Ρασσιά) 
 

 

 

«Λευκοί Πάνθηρες», «Κόμμα των Λευκών Πανθήρων» («The White Panthers», «The White Panther Party»). Αντιρατσιστική ακροαριστερή οργάνωση λευκών αμερικανών στα τέλη της δεκαετίας του 1960 (Νοέμβριος 1968 - Απρίλιος 1971).

Το όνομα της οργάνωσης δόθηκε ως παραφθορά εκείνου της αφροαμερικανικής επαναστατικής οργάνωσης «Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων» («The Black Panther Party»). Λίγο πριν την ίδρυση των «Λευκών Πανθήρων», ο ηγέτης και συνιδρυτής του «Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων» Χιού Νιούτον (Huey P. Newton, 1942 - 1989), σε ερώτηση δημοσιογράφου για το τι θα μπορούσαν να πράξουν οι λευκοί σε υποστήριξη του αγώνα των αφροαμερικανών, είχε απαντήσει ότι θα μπορούσαν «να ιδρύσουν ένα Κόμμα Λευκών Πανθήρων». Η ιδέα της ίδρυσης της οργάνωσης ήταν του Λώρενς «Παν» Πλάμοντον (Lawrence Robert «Pun» Plamondon, υιοθετημένου από λευκούς, αλλά με ινδιάνικη καταγωγή και από τους δύο μιγάδες φυσικούς γονείς του, όπως έμαθε αργότερα, τον καιρό που υπέστη διώξεις από το FBI), ο οποίος δεν έβλεπε καμμία προοπτική στις αριστερίστικες φοιτητικές οργανώσεις τύπου «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία» («Students for a Democratic Society», SDS), που, όπως ο ίδιος έγραψε αργότερα, «εργάζονταν σκληρά και ήσαν σοβαρές, ωστόσο δεν είχαν την παλλόμενη ενέργεια του ευρύτερου νεολαϊστικου κινήματος», την ώρα που που ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία στον κόσμο, ιδίως στους νέους, το αναρχίστικο θέατρο δρόμου του «Διεθνούς Κόμματος Νεολαίας» ή «Γίππις» («Youth International Party», Y.I.P., «Yippies») και ο δυναμισμός και η μίλιταντ λογική των «Μαύρων Πανθήρων». Ο ίδιος ισχυρίστηκε σε μεταγενέστερο γραπτό του ότι συνέλαβε την ιδέα της ίδρυσης των «Λευκών Πανθήρων» στην φυλακή Grand Traverse County, όπου ήταν προφυλακισμένος από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1968 για κατοχή μαριχουάνας και διάβαζε προσεκτικά τα κείμενα των ηγετών των «Μαύρων Πανθήρων» Χιού Νιούτον και Έλτνριτζ Κλήβερ (Eldridge Cleaver, 1935 - 1998).

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Το «Κόμμα των Λευκών Πανθήρων» («The White Panther Party») λοιπόν ιδρύθηκε στις 1 Νοεμβρίου 1968 από τον Πλάμοντον και το ζευγάρι της Λένι και του Τζων Σινκλαίρ (Magdalene «Leni» Arndt – Sinclair, φυγάδος ανατολικογερμανίδας και John Sinclair), λίγο μετά την περίφημη άγρια συναυλία των «MC5» στο «Grande Ballroom» (Οκτώβριος του 1968), όπου το κοινό βομβαρδιζόταν συνεχώς από την προτροπή «αδέρφια, ο καιρός έφθασε για τον καθένα σας να αποφασίσει. Ή θα είστε το πρόβλημα ή θα είστε η λύση του…». Το «Κόμμα» ήταν αρχικά μια πολιτική κολλεκτίβα, μετεξέλιξη του προγενέστερου 28μελούς καλλιτεχνικού κοινόβιου «Trans - Love Energies» (που στεγαζόταν από το φθινόπωρο του 1967 σε δύο συνεχόμενα σπίτια, στην 1510 και 1520 Hill Street του Ανν Άρμπορ), με στόχο της την επαναστατικοποίηση της Αντικουλτούρας και της μουσικής rock μέσα από την καλλιέργεια συγκρουσιακής πολιτικής. Ως όργανα του «Κόμματος» χρησιμοποιήθηκαν τα διάφορα έντυπα του αντεργκράουντ (όπως τα γνωστά «The Fifth Estate» και «Detroit Sun» του Ντητρόϊτ, ή το ακόμα εκδιδόμενο σποραδικά «Warren-Forest Sun» της «Trans - Love Energies») και, κυρίως, το μουσικό συγκρότημα «MC5», τα μέλη του οποίου ήσαν επίσης μέλη του κοινοβίου της «Trans - Love Energies»: στις συναυλίες τους η άγρια μουσική συνδυαζόταν με από μικροφώνου επαναστατική κατήχηση, πολύτροπες βεβηλώσεις της αμερικανικής σημαίας και «άσεμνες» χειρονομίες, που συχνά είχαν προκαλέσει την επέμβαση της αστυνομίας, άλλοτε με συλλήψεις ή απειλές συλλήψεων και άλλοτε με σταμάτημα της ηλεκτροδότησης. 

Σημαντική συμβολή στην απόφαση ίδρυσης της οργάνωσης είχαν και οι άσχημες εμπειρίες του 27χρονου ποιητή και μάνατζερ των «MC5» Τζων Σινκλαίρ (τον οποίο πριν από έναν χρόνο, τον Μαϊο του 1967, η εφημερίδα «Detroit News» είχε ανακηρύξει «αρχιερέα των χίππις του Ντητρόϊτ») κατά την άγρια αστυνομική καταστολή το καλοκαίρι του 1968. Η πρώτη δυσάρεστη εμπειρία είχε έλθει στις 23 Ιουλίου 1968, όταν τόσο ο ίδιος όσο και ο κιθαρίστας των «MC5» Σμιθ (Fred «Sonic» Smith, 1949 - 1994) συνελήφθησαν από τον σερίφη του Ωκλαντ (Oakland County) για «αντίσταση κατά της αρχής» και στο κρατητήριο τους κούρεψαν τα μακριά τους μαλλιά, ενώ μόλις τρεις ημέρες αργότερα, στις 26 Ιουλίου, όλο το συγκρότημα συνελήφθη για «διατάραξη ειρήνης» ενώ έπαιζε σε μια «δωρεάν συναυλία» («free concert») στο West Park. Η δεύτερη δυσάρεστη εμπειρία ήταν στις ταραχές που ξέσπασαν τον Αύγουστο του 1968 κατά την προσπάθεια των «Γίππις» να διοργανώσουν στο Σικάγο ένα «Φεστιβάλ Ζωής» («Festival of Life»), ως παρέμβαση στο εκεί συνέδριο του «Δημοκρατικού Κόμματος». Οι ηγέτες των «Γίππις» Εντ Σάντερς (Ed Sanders, 1939 -), Τζέρρυ Ρούμπιν (Jerry Rubin, 1938 - 1994) και Άμπυ Χόφφμαν (Abbie Hoffman, 1936 - 1989), καθώς και ο «μπητ» ποιητής Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg, 1926 - 1997), είχαν καλέσει επίσημα τον φίλο τους Σινκλαίρ και το συγκρότημα «MC5» να παίξουν μουσική στο «Φεστιβάλ Ζωής» και εκείνοι είχαν ανενδοίαστα δεχθεί. Η προγραμματισμένη όμως εμφάνιση των «MC5», του μοναδικού συγκροτήματος που είχε τολμήσει να συμμετάσχει στο φεστιβάλ, πυροδότησε τρόπον τινά τις ταραχές την Κυριακή 25 Αυγούστου 1968.

Ο ίδιος ο Σινκλαίρ αφηγήθηκε τα γεγονότα με τα εξής λόγια: «όπως αποδείχθηκε τελικά, ήμασταν το μοναδικό συγκρότημα από όλη την χώρα που εμφανίστηκε για να παίξει… ακόμα και οι The Fugs (το συγκρότημα του Σάντερς) δεν είχαν έλθει… είχαν τρομοκρατηθεί!... Οι διοργανωτές (οι Γίππις) δεν είχαν καν φτιάξει σκηνή. Δεν είχαν άδεια. Δεν είχαν δύναμη… Στήσαμε λοιπόν τα όργανα καταγής στο γρασίδι και πήραμε ρεύμα από μια καντίνα… Παίξαμε μερικά τραγούδια στο γρασίδι, όπως κάναμε συνήθως στο Αν Άρμπορ στις τσάμπα συναυλίες μας… έπειτα ο Άμπυ Χόφφμαν αποφάσισε ξαφνικά ότι είχε έλθει η ώρα να ξεκινήσει ο χαμός. Είχε ένα τεράστιο επίπεδο όχημα που πρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για σκηνή, όμως δεν του είχαν επιτρέψει να το φέρει μέσα στο πάρκο. Αποφάσισε λοιπόν τότε να το φέρει μέσα και ας γίνει ό,τι είναι να γίνει, παρ’ όλο που γνώριζε ότι θα προκαλούσε σύγκρουση… Άρχισε λοιπόν να φέρνει το όχημα, πράγμα που έκανε χιλιάδες ανθρώπους να συγκεντρωθούν και μετά ανέβηκε επάνω του και άρχισε να παίρνει το μικρόφωνο ανάμεσα στα τραγούδια, συνθηματολογώντας και ξεσηκώνοντας… Η αστυνομία είχε ήδη αρχίσει να εισβάλλει στο πάρκο (στο Lincoln Park)… και ερχόταν όλο και πιο κοντά μας… εμείς μόλις που μαζέψαμε τον εξοπλισμό μας και απομακρυνθήκαμε, η αστυνομία είχε πλημμυρίσει όλη την περιοχή και τότε ήταν που ξεκίνησε ο χαμός».

Η ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Η τρομερή εμπειρία των 6 ημερών βίας στο Σικάγο έπεισε τους Πλάμοντον και Σινκλαίρ ότι όπως ακριβώς οι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των αφροαμερικανών, έτσι και οι λευκοί ακτιβιστές χρειαζόταν να οργανώσουν την άμυνά τους απέναντι στην αστυνομική βία, όχι με την χαλαρή και μάλλον ανεύθυνη οργανωτική δομή των «Γίππις», αλλά με μία οργάνωση αυξημένης συνοχής και συγκεκριμένου προγράμματος. Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής τους, οι «Λευκοί Πάνθηρες» φρόντισαν να κάνουν σαφές στο κοινό ότι δεν αποτελούσαν ρατσιστική ομάδα λευκών, αλλά «ακριβώς το αντίθετο», κατά την διατύπωση του ίδιου του Σινκλαίρ. Απέναντι στο λεγόμενο «σύστημα» η οργάνωση καλλιέργησε την συγκρουσιακή πολιτική και προώθησε ως κύριο σύνθημά της το «καθολική επίθεση στην κατεστημένη κουλτούρα με όποιο μέσο απαιτηθεί», ένα σύνθημα του «μπητ» συγγραφέα Μπάρροουζ (William S. Burroughs, 1914 - 1997) που είχε ήδη διαδώσει στην Ανατολική Ακτή ο νεοϋορκέζος ποιητής, καλλιτέχνης και συγγραφέας Εντ Σάντερς (ένας εκ των ιδρυτών των «Γίππις»). Στην ιδρυτική διακήρυξη της οργάνωσης, την οποία υπέγραφε ο Σινκλαίρ με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 1968, ως «υπουργός Προπαγάνδας», ανάμεσα σε άλλα αναφέρονταν και τα ακόλουθα (δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο «The Fifth Estate», στις 14 Νοεμβρίου 1968):

«Το Πρόγραμμά μας είναι Πολιτιστική Επανάσταση μέσα από μία καθολική επίθεση στην κατεστημένη κουλτούρα, για την οποία θα χρησιμοποιήσουμε κάθε εργαλείο, κάθε ενέργεια και κάθε μέσον που μπορεί να περιέλθει στα χέρια της συλλογικότητάς μας. Μεταφέρουμε μαζί μας το Πρόγραμμά μας, παντού όπου πάμε και μεταχειριζόμαστε όποιο μέσο απαιτηθεί για να μάθουν οι άνθρωποι τα ζητούμενά μας. Η κουλτούρα μας, η τέχνη μας, η μουσική, οι εφημερίδες, τα βιβλία, οι αφίσσες, τα ρούχα μας, τα σπίτια μας, ο τρόπος που περπατάμε και μιλάμε, ο τρόπος που μεγαλώνουν τα μαλλιά μας, ο τρόπος που καπνίζουμε χόρτο και κάνουμε έρωτα και τρώμε και κοιμόμαστε – όλα είναι ένα μήνυμα, και το μήνυμα αυτό είναι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!

…Απαιτούμε απόλυτη ελευθερία για όλους! Και κανείς δεν μπορεί να μας σταματήσει πριν την αποκτήσουμε. Είμαστε κακοί. Υπάρχουν μόνο δύο είδη ανθρώπων επάνω στον πλανήτη: εκείνοι που αποτελούν το πρόβλημα και εκείνοι που αποτελούν την λύση. ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ Η ΛΥΣΗ… Η γουρουνολευκή κουλτούρα, που μας προσφέρθηκε επάνω σε ασημένια πιατέλα, για εμάς δεν έχει κανένα απολύτως νόημα! Δεν την θέλουμε!... Εμείς ανασαίνουμε επανάσταση. Είμαστε οι λυσεργικόξινοι μανιακοί του σύμπαντος. Θα κάνουμε όλα όσα περνούν από το χέρι μας για να τρελλάνουμε τους ανθρώπους, να τους βγάλουμε από τα κεφάλια τους και να τους χώσουμε στα σώματά τους. 

…Δεν έχουμε όπλα ακόμα –τουλάχιστον όχι όλοι μας – γιατί διαθέτουμε περισσότερο αποτελεσματικά όπλα – μπάσιμο απευθείας μέσα σε εκατομμύρια τηνέϊτζερς, αυτό είναι το τεράστιο και δυναμικό όπλο μας, καθώς και η πίστη όλων τους σε εμάς. Θα χρησιμοποιήσουμε όπλα όταν θα μας υποχρεώσουν να το κάνουμε αυτό – θα κάνουμε άλλωστε το κάθε τι – εάν μας αναγκάσουν. Δεν έχουμε αυταπάτες

Γνωρίζοντας καλά την δύναμη των συμβόλων στον κόσμο των αφηρημένων ιδεών των Αμερικανών, υιοθετήσαμε ως σήμα μας τον Λευκό Πάνθηρα, για να συμβολίσουμε την ισχύ μας και την υπερηφάνεια. Είμαστε κακοί».

Στο τέλος της ιδρυτικής διακήρυξης διάβαζε κανείς ένα «Πρόγραμμα των 10 Σημείων», κατά μίμηση του αντίστοιχου που ήδη είχαν δημοσιεύσει κατά την ίδρυσή τους στις 15 Οκτωβρίου 1966 ο «Μαύροι Πάνθηρες», αλλά που για τους «Λευκούς Πάνθηρες» είχε τροποποιηθεί ως ακολούθως:

«Πλήρης αποδοχή και υποστήριξη του Προγράμματος των 10 Σημείων του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων
Καθολική επίθεση στην κατεστημένη κουλτούρα με όποιο μέσο απαιτηθεί

Ελεύθερη (δωρεάν) ανταλλαγή ενέργειας και πραγμάτων

Ελεύθερη (δωρεάν) τροφή, στέγη, χόρτο, μουσική, σωματική επαφή, ιατροφαρμακευτική φροντίδα

Ελεύθερη (δωρεάν) πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης

Ελεύθερος (δωρεάν) χρόνος και τόπος για όλους τους ανθρώπους 

Απελευθέρωση όλων των σχολείων και όλων των άλλων δομών από την εξουσία των εταιρειών

Απελευθέρωση όλων των απανταχού φυλακισμένων

Απελευθέρωση όλων των στρατευμένων εδώ και τώρα

Απελευθέρωση των λαών από τους υποτιθέμενους ηγέτες τους»

1968: ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ

Πέρα από τον βερμπαλισμό αυτών των δύο πρώτων ανακοινώσεών του και επίσης πέρα από το γεγονός ότι αργότερα εξελίχθηκε σε κανονική πολιτικο-πολιτιστική οργάνωση, στην αρχή του το «Κόμμα των Λευκών Πανθήρων» δεν ήταν παρά μία ολιγάριθμη παρέα νεαρών που μοιράζονταν κάποιες προωθημένες ιδέες σχετικά με την κουλτούρα και το φαντασιακό που ταίριαζε σε μία «αλλιώτικη» κοινωνία και θεωρούσαν τους εαυτούς τους απλώς έναν ακόμα «βραχίονα» των Γίππις, έχοντας υιοθετήσει απολύτως την λογική των τελευταίων για δράση μέσα από ημι-θεατρικές προκλήσεις και «συμβάντα» («happenings») ή μέσα από ιδιοποίηση και εκτροπή των μηνυμάτων που εκπέμπουν τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης του συστήματος («μπορούμε να δουλέψουμε μέσα από αυτές τις παλαιές μορφές, να τις οπλίσουμε με το καινούργιο δικό μας περιεχόμενο και να τις χρησιμοποιήσουμε εν συνεχεία προς δικό μας όφελος», έγραψε ο ίδιος ο Σινκλαίρ στο βιβλίο του «Ο στρατός της κιθάρας», «Guitar Army»). Χαρακτηριστική υπήρξε η καθιέρωση στην άτυπη ιεραρχία της ομάδας κάποιων αρκετά προκλητικών «αξιωμάτων», όπως λ.χ. «υπουργός Γκρεμίσματος», «υπουργός Αμύνης», «υπουργός Προπαγάνδας», «υπουργός Θρησκείας», κ.ά., όπως άλλωστε χαρακτηριστική ήταν και η εξήγηση του «υπουργού Αμύνης» Πλάμοντον που έχει διασωθεί στο «The Hill Street Radicals» του Σίλμπερμαν: «εάν κάτι το κάνεις επαρκώς εξωφρενικό, τα μήντια θα το αρπάξουν» («if you make it outrageous enough, the networks will pick it up»). 
 

 

Στα τέλη του 1968 ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε από την εταιρεία «Electra» το πρώτο LP των «MC5», το θρυλικό «Kick Out The Jams», που εξαντλήθηκε σχεδόν αμέσως. Στο εσώφυλλο του δίσκου φιγουράριζαν τα μέλη του συγκροτήματος με κονκάρδες του «Κόμματος» στο στήθος, πλαισιωμένα από ένα σύντομο σημείωμα του Σινκλαίρ σχετικά με το τι επεδίωκε να πετύχει το συγκρότημα, περίληψη των θέσεων που είχε εκφράσει στις 5 Δεκεμβρίου σε άρθρο του στο «The Fifth Estate» (τεύχος της 12ης Δεκεμβρίου) με τίτλο «White Panthers on the move». Την ημέρα που κυκλοφορούσε το εν λόγω τεύχος του «The Fifth Estate», οι «MC5» βρίσκονταν στην Βοστώνη για συναυλία με τους «Velvet Underground», μια συναυλία που κατέληξε σε φασαρίες από την εξτρεμιστική ομάδα «Motherfuckers», ακραίο «παράρτημα» της νεοϋορκέζικης αναρχικής οργάνωσης «Μαύρη Μάσκα» («The Black Mask»), που ζητούσε συμπαράσταση σε ένα προφυλακισμένο μέλος της. Ακολούθησε στις 26 Δεκεμβρίου μια συναυλία στο «Fillmore East» της Νέας Υόρκης, που κατέληξε πάλι σε επεισόδια, αυτή την φορά ανάμεσα στους «Motherfuckers» και την λέσχη μοτοσικλετιστών «Pagans» από την μία πλευρά και τις ομάδες περιφρούρησης του ιδιοκτήτη του κλαμπ Μπιλ Γκράχαμ (Bill Graham) από την άλλη. 

1969: ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

Στις αρχές του 1969, ενώ το συγκρότημα ήταν ήδη εξώφυλλο στο «Rolling Stone Magazine» της 4ης Ιανουαρίου, το «Billboard» της 10ης Ιανουαρίου εκτόξευσε χολή εναντίον του, οι διευθυντές της εταιρείας «Electra» απαίτησαν και πέτυχαν την αφαίρεση του «εμπρηστικού» σημειώματος του Σινκλαίρ από τις επόμενες εκδόσεις του «Kick Out The Jams», ενώ πολλά δισκοπωλεία αρνήθηκαν να το πουλήσουν. Οργισμένοι οι «Λευκοί Πάνθηρες», απάντησαν με μια δημοσίευσή τους στο «Ann Arbor Argus» της 13ης Φεβρουαρίου, στην οποία προέτρεπαν την νεολαία να σπάει τα δισκοπωλεία που έκαναν το μποϋκοτάζ («Kick out the jams, Motherfuckers ! …and kick in the door if the store won’t sell you the album»), το μόνο που πέτυχαν όμως ήταν να σπάσει η «Electra» το συμβόλαιό της με τους «MC5» τον Απρίλιο του 1969, ενώ ο «καπιταλιστής της Ροκ» Μπιλ Γκράχαμ φρόντισε για τον αποκλεισμό του συγκροτήματος σε εθνική κλίμακα από όλες τις αίθουσες συναυλιών και τα φεστιβάλς που μπορούσε να ελέγξει: τον Μάρτιο το συγκρότημα αφαιρέθηκε από την λίστα του «Ft. Lauderdale Pop Festival» λόγω των «εξτρεμιστικών ιδεών του». 

Σε αυτόν τον συντονισμένο αποκλεισμό του κυριότερου προπαγανδιστικού μέσου τους, οι «Λευκοί Πάνθηρες» απάντησαν με ένταση της «στράτευσης» του λόγου τους μέσα από το μέσο που του είχε απομείνει, δηλαδή τα μέσα ενημέρωσης του Αντεργκράουντ (που και αυτά ωστόσο είχαν κτυπηθεί: τον Μάρτιο του 1969 ασκήθηκε δίωξη για «πορνογραφία» κατά του Μαξ Σερ, Max Scherr 1916 - 1981, εκδότη του καλιφορνέζικου αντεργκράουντ περιοδικού «The Berkeley Barb» με δικαιολογία την δημοσίευση μίας φωτογραφίας με τους «MC5» γυμνούς μαζί με μία επίσης γυμνή κοπέλα των «Λευκών Πανθήρων», δίπλα σε ένα κείμενο σχετικά με την άποψη της ομάδας για ελεύθερο σεξ στους δρόμους και τις πλατείες των πόλεων). Σε κείμενό του εκείνης της εποχής, το οποίο αναδημοσίευσε ο Ρίτσαρντ Νεβίλ (Richard Neville, 1941 -, εκδότης του αγγλικού αντεργκράουντ περιοδικού «ΟΖ»), στο βιβλίο του «Play - Power», ο Σινκλαίρ (που τον Μάϊο είχε δικαστεί και αθωωθεί μαζί με τον Φρεντ Σμιθ για την «αντίσταση κατά της αρχής» στις 23 Ιουλίου 1968) τόνιζε, επαναλαμβάνοντας ολόκληρες φράσεις από την ιδρυτική διακήρυξη των «Πανθήρων»: «Οι MC5 είναι εξολοκλήρου αφιερωμένοι στην Επανάσταση. Με την μουσική μας και με την οικονομική μεγαλοφυϊα μας βουτάμε από το ανυποψίαστο κατεστημένο τα λεφτά και τα μέσα για να φέρουμε σε πέρας το πρόγραμμά μας, ενώ ταυτόχρονα επαναστατικοποιούμε τα παιδιά του. Και με την είσοδό μας μέσα στα κατεστημένα μέσα προβολής, έχουμε διαδηλώσει στους κρετίνους πως κάθε τι που κάνουν για να μας πηδήξουν θα εκτεθεί στα μάτια των παιδιών τους. Δεν χρειάζεται να απαλλαγούμε από όλους τους κρετίνους, αφού απλώς τους κλέβουμε τις τελευταίες λύσεις – καταφύγια και τους παρατάμε να καλλιεργούν τριγύρω τους μιζέρια και να ψοφάνε με τους κληρονόμους τους να στριγγλίζουνε θριαμβευτικά. Δεν έχουμε όπλα ακόμα –τουλάχιστον όχι όλοι μας – γιατί διαθέτουμε περισσότερο αποτελεσματικά μέσα αγώνα – μπάσιμο απευθείας μέσα σε εκατομμύρια τηνέϊτζερς, αυτό είναι το τεράστιο και δυναμικό όπλο μας, καθώς και η πίστη όλων τους σε εμάς. Θα χρησιμοποιήσουμε όπλα όταν θα μας υποχρεώσουν να το κάνουμε αυτό – θα κάνουμε άλλωστε το κάθε τι – εάν μας αναγκάσουν. Δεν έχουμε αυταπάτες». 

Ενώ ήδη το κατεστημένο έχει κατορθώσει να απομονώσει τους «MC5» από το ευρύ κοινό (τον Μάϊο σε συναυλία τους μαζί με τον Άλις Κούπερ, Alice Cooper, στην Φιλαδέλφεια είχαν μόλις 100 θεατές), τον Ιούλιο του 1969, μήνα κατά τον οποίο σύμφωνα με τον Νεβίλ, «ο Τύπος Αντεργκράουντ βρήκε την πιο καθοριστική ποπ αφίσα από την εποχή που ο Έλβις είχε πρωτοεμφανιστεί με χρυσό λαμέ. Στο φως του ήλιου, τέσσερις σέξυ νεαροί περπατούσαν μέσα σε ένα λιβάδι προς την μεριά του φακού. Ένας κουβαλούσε μία κιθάρα, οι άλλοι τρεις πολυβόλα», το αμερικανικό κράτος βρήκε την δική του ευκαιρία να καταφέρει ένα καίριο πλήγμα στην ενοχλητική οργάνωση, η οποία άλλωστε βρισκόταν στο μικροσκόπιο του FBI ήδη από τον Δεκέμβριο του 1968, όπως αποδεικνύεται από έγγραφά του που ήλθαν πολύ αργότερα στο φως της δημοσιότητας με βάση την «Freedom of Information Act» (FOIA). Μετά μάλιστα από τις τριήμερες συγκρούσεις μεταξύ «μακρυμάλληδων» και αστυνομίας στο Αν Άρμπορ στις 16, 17 και 18 Ιουνίου 1969, ο περιβόητος διευθυντής του FBI Χούβερ (J. Edgar Hoover, 1895 - 1972) ήταν πλέον «πεπεισμένος» ότι οι «Λευκοί Πάνθηρες» ήσαν ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί εξέγερσης κατά του κράτους, αφού η «βρωμερή» και «άσεμνη» μουσική των «MC5» είχε υποτίθεται «αφιονίσει» τους «μακρυμάλληδες», ανάμεσα στους οποίους είχαν εντοπιστεί και μερικά μέλη της οργάνωσης.

Η ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΙΝΚΛΑΙΡ

Στις 25 Ιουλίου 1969 λοιπόν, ημέρα Παρασκευή, και ενώ λίγες ημέρες πριν ο γνωστός μουσικοκριτικός Τζων Λάνταου (Jon Landau, 1947 -) είχε αρχίσει να «ψήνει» τους «MC5» ν’ απομακρυνθούν από τους «Λευκούς Πάνθηρες», το προφανώς εντεταλμένο δικαστήριο του Αν Άρμπορ καταδίκασε τον Τζων Σινκλαίρ σε εννέα και μισό με δέκα χρόνια κάθειρξη για απλή κατοχή 2 σιγαρέτων μαριχουάνας, «αδίκημα» που είχε διαπραχθεί πριν από 30 μήνες (είχε πιαστεί μαζί με 55 ακόμα άτομα στις 24 Ιανουαρίου 1967, μετά από επιδρομή 34 αστυνομικών στο κοινόβιο «Artists' Workshop» του Ντητρόϊτ και εν συνεχεία του είχε απαγγελθεί κατηγορία πως λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1966 είχε χαρίσει 2 «joints» μαριχουάνας στην αστυνομική πράκτορα Jane Mumford, που είχε εισχωρήσει στο κοινόβιο παριστάνοντας την ανέμελη χίπισσα με το όνομα «Peg»). Μπροστά στο εξωφρενικό εκείνης της καταδίκης που ανακοινώθηκε επίσημα την Δευτέρα 28 Ιουλίου και προκάλεσε την οργή όλης σχεδόν της Αντικουλτούρας, αλλά και της λεγόμενης Νέας Αριστεράς, συγκροτήθηκε σχεδόν αμέσως μία κίνηση για την άμεση αποφυλάκιση του ηγέτη των «Πανθήρων», στην οποία, ανάμεσα σε αρκετές άλλες προσωπικότητες, πρωτοστάτησε το πρώην μέλος του θρυλικού βρετανικού συγκροτήματος «Τα Σκαθάρια» («The Beatles») Τζων Λέννον (John Lennon, 1940 - 1980), που άρχισε δραστήριες καμπάνιες και μάλιστα σύνθεσε και ένα τραγούδι διαμαρτυρίας για την περίπτωση του Σινκλαίρ, που τώρα εξέτιε την βαρύτατη ποινή του στις φυλακές «Τζάκσον» («Jackson Ρenitentiary»): «It ain’t fair, John Sinclair / In the stir for breathing air / Won't you care for John Sinclair? / In the stir for breathing air / Let him be, set him free / Let him be like you and me / They gave him ten for two / What else can the judges do? / Gotta ... set him free».
 

 

Ενόσω ο Σινκλαίρ βρισκόταν στην φυλακή «Marquette», ο Πλάμοντον αντιμετώπιζε κατηγορίες σε τρεις διαφορετικές πολιτείες, οι Λένι Σινκλαίρ (Leni, σύζυγος του Τζων, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής των «Πανθήρων») και Τζήνη Πλάμοντον (Genie Parker – Plamondon, σύζυγος του Πλάμοντον και «υπουργός Εξωτερικών» των «Πανθήρων») κατηγορούντο στην Νέα Ιερσέη (New Jersey) για κατοχή μαριχουάνας (είχαν συλληφθεί κατά την επιστροφή τους από το φεστιβάλ του «Γούντστοκ»), εκδηλώθηκε η αποστασία των «MC5», οι οποίοι αν και το φθινόπωρο του 1969 έδωσαν μερικές συναυλίες συμπαράστασης, το 1970 προχώρησαν στην αντικατάσταση του μέχρι τότε πνευματικού οδηγού και μάνατζέρ τους από τον Τζων Λάνταου (υπογράφοντας συμβόλαιο με την εταιρεία «Atlantic», όπου ηχογράφησαν την ίδια χρονιά το δεύτερο LP τους με τίτλο «Back in USA») και κατ’ επέκταση απομακρύνθηκαν διαπαντός από το «Κόμμα των Λευκών Πανθήρων». Το τελευταίο, μη έχοντας πια την οικονομική ενίσχυση από τις συναυλίες πολύ σύντομα οδηγήθηκε σε οικονομικό αδιέξοδο και τον Απρίλιο του 1971 υποχρεώθηκε να ανακοινώσει την επίσημη διάλυσή του. Ντροπή για τους αποστατήσαντες «MC5» ήταν το γεγονός ότι κανείς δεν μπήκε καν στην σκέψη να τους καλέσει να συμμετάσχουν στην μεγάλη «Free John Now!» συναυλία στην «Crisler Arena» του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν (10 Δεκεμβρίου 1971).

Τελικά ο Σινκλαίρ, που τον Οκτώβριο του 1971 είχε ολοκληρώσει μέσα στην φυλακή την συγγραφή του βιβλίου του «Ο στρατός της κιθάρας» («Guitar Army»), αποφυλακίστηκε την Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1971, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο του Μίσιγκαν έκρινε αντισυνταγματικό τον πολιτειακό νόμο για την μαριχουάνα. Η αποφυλάκισή του έγινε τρεις ημέρες μετά από μία μαζικότατη συναυλία συμπαράστασης (πάνω από 15.000 θεατές) με το σύνθημα «Λευτεριά στον Τζων τώρα!» («Free John Now!») στην «Crisler Arena» του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, με δημοφιλέστατους μουσικούς όπως οι Λέννον, Γιόκο Όνο (Yoko Ono), Φιλ Οξ (Phil Ochs), Μπομπ Σήγκερ (Bob Seger), Άρτσι Σεπ (Archie Shepp), Νταίηβιντ Πηλ (David Peel) και Στήβι Γουώντερ (Stevie Wonder). 

Η ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΜΟΝΤΟΝ

Τον Μαϊο του 1969 ο 24ετής «υπουργός Αμύνης» των «Πανθήρων» Λώρενς «Παν» Πλάμοντον είδε και αυτός το όνομά του να εμφανίζεται στον πίνακα των «10 πιο καταζητούμενων ατόμων» του FBI, όταν στοιχειοθετήθηκε εναντίον του κατηγορία (με βάση την μαρτυρία του ακροαριστερού εξτρεμιστή Βάλερ, David Valler, από το Ντητρόϊτ) για εμπλοκή του σε μία βομβιστική επίθεση που είχε γίνει στις 29 Σεπτεμβρίου 1968 σε μυστικά γραφεία της CIA στο Αν Άρμπορ κοντά στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Στην στοχοποίησή του, είχε βοηθήσει βέβαια και ο ίδιος ο νεαρός Πλάμοντον, δίνοντας λαβές στις διωκτικές αρχές με αφελή επαναστατικό βερμπαλισμό σε άρθρα του στον τοπικό αντεργκράουντ Τύπο, όπως λ.χ. «πάρε ένα όπλο αδελφέ, μάθε να το χρησιμοποιείς. Θα το χρειαστείς, πολύ σύντομα. Πολύ σύντομα. Είσαι Λευκός Πάνθηρας, δράσε σαν τέτοιος» (απόσπασμα από κείμενό του στο τεύχος του πρώτου δεκαπενθήμερου του Νοεμβρίου 1968 της εφημερίδας «The Fifth Estate»). Αμέσως μόλις άκουσε την είδηση από τον αριστερίστικο ραδιοφωνικό σταθμό WABX, και πριν εκδοθεί από τον ομοσπονδιακό δικαστή («Federal Grand Jury») του Ντητρόϊτ το ένταλμα για την σύλληψή του (εκδόθηκε στις 7 Οκτωβρίου), ο Πλάμοντον ξύρισε το μούσι του, κούρεψε τα μακριά μέχρι τους ώμους μαλλιά του, εξαφανίστηκε από το Μίσιγκαν και επί 11 μήνες ταξίδευε συνεχώς από καταφύγιο σε καταφύγιο, πότε στο Σαν Φραντσίσκο, πότε στο Σηάτλ, πότε στην Νέα Υόρκη, ενώ σε κάποια στιγμή βγήκε και στο εξωτερικό, διαμένοντας κατά καιρούς στον Καναδά, την Γερμανία, την Ιταλία και την Αλγερία (στην οποία ήδη ζούσαν αρκετοί καταζητούμενοι ακροαριστεροί, όπως λ.χ. ο ηγέτης των «Μαύρων Πανθήρων» Έλντριτζ Κλήβερ).
 

 

Στα τέλη της άνοιξης του 1970 επέστρεψε τελικά μέσω Κοπενχάγης στις Η.Π.Α. με πλαστή ταυτότητα, ως «George Edward Taft» και, προφανώς για να απαντήσει έμμεσα στις κατηγορίες των συντρόφων του για «επαναστατική ανευθυνότητα» και «ατομισμό» («μας απογοήτευσες όλους μας – όλους όσους σε βοηθήσαμε να πας στην Αλγερία, όλους μας», βλ. Πλάμοντον, σελ. 234), άρχισε να στέλνει προς δημοσίευση εμπρηστικά άρθρα στις αντεργκράουντ εφημερίδες του Μίσιγκαν, όπως η «Detroit Free Press», η «Ann Arbor Argus», κ.ά. από τα διάφορα μυστικά κρησφύγετά του. Λίγο αργότερα όμως, στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους, έπειτα από μπλόκο της τοπικής αστυνομίας πιάστηκε μαζί με άλλα δύο μέλη των «Πανθήρων» (τον «υπουργό Παιδείας» Milton «Skip» Taube και το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Jack Forrest, που τους απαγγέλθηκε κατηγορία για «υπόθαλψη εγκληματία») στο βόρειο Μίσιγκαν (βόρεια της γέφυρας Mackinac, 50 μίλια δυτικά του St. Ignace), καθώς ταξίδευαν με ένα Φολκσβάγκεν ημιφορτηγό που περιείχε όπλα και δυναμίτη. Ακολούθως, ο Πλάμοντον έμεινε προφυλακισμένος 32 μήνες σε ομοσπονδιακή φυλακή, μέχρι την δίκη του το 1972, κατά την οποία αθωώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με κύριο λόγο το γεγονός ότι η κυβέρνηση των Η.Π.Α. είχε αποδεδειγμένα προβεί σε αντισυνταγματική παρακολούθησή του δίχως εισαγγελική εντολή (αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Πλάμοντον ανακάλυψε την Παράδοση και Θρησκεία του έθνους του, τού έθνους των Οτάβα, απαρνήθηκε τον Χριστιανισμό, ξεπέρασε οριστικά το πρόβλημα αλκοολισμού που είχε από έφηβος και ασχολήθηκε έκτοτε με την προβολή της κουλτούρας των προγόνων του). 

Η ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Μετά την σύλληψη του Πλάμοντον, και ενώ ήδη είχε γίνει απόπειρα να παρασυρθούν οι «Πανθήρες» σε ένοπλη δράση από τον προβοκάτορα (βλ. Πλάμοντον, σελ. 235) Ντένις Μαρνέλ (Dennis Marnell, που τον Ιούλιο του 1970 είχε εισχωρήσει στο κοινόβιό τους, αυτοσυστηθείς σαν βετεράνος του Βιετνάμ, είχε συνάψει ερωτική σχέση με την Prez, την πιο δραστήρια γυναίκα του «Κόμματος» και υποσχόταν παραστρατιωτική εκπαίδευση των μελών, ωστόσο έγκαιρα απομονώθηκε και διαγράφηκε από την οργάνωση), το FBI στοχοποίησε επίσημα πια την οργάνωση, χαρακτηρίζοντάς την στις 8 Οκτωβρίου 1970 με εσκεμμένη υπερβολή σε ένα υπόμνημά του ως «πιθανώς την μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη από τις επαναστατικές οργανώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών». Στις 5 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους το αρχηγείο των «Πανθήρων» στο Πόρτλαντ (Portland) του Όρεγκον (Oregon) δέχθηκε επιδρομή πρακτόρων του FBI και σφραγίστηκε, ενώ 2 στελέχη συνελήφθησαν κατηγορούμενα για μία βόμβα μολότωφ που είχε πεταχτεί ενάντια στο Στρατολογικό Γραφείο της πόλης. Ως αποτέλεσμα αυτής της καταστολής σε συνδυασμό με το οικονομικό αδιέξοδο που προκάλεσε η αποστασία των «MC5», και καθώς οι ηγέτες της οργάνωσης βρίσκονταν στην φυλακή, οι αναπληρωτές τους έκριναν σωστό να ανακοινώσουν τον Απρίλιο του 1971 την επίσημη διάλυση του «Κόμματος των Λευκών Πανθήρων» και να δημιουργήσουν μία άλλη, μη στοχοποιημένη, οργάνωση, χρησιμοποιώντας την ονομασία «Κόμμα των Ανθρώπων του Ουράνιου Τόξου» («Rainbow Peoples Party»), την οποία σε λίγο υιοθέτησαν και οι ηγέτες, όταν αποφυλακίστηκαν.

Επί αρκετούς μήνες, οι αναπληρωτές ηγέτες Λένι Σινκλαίρ, Νταίηβιντ Σινκλαίρ (David Α. Sinclair, αδελφός του Τζων), Τζήνη Πλάμοντον («υπουργός Εξωτερικών»), Μίλτον «Σκιπ» Τάουμπε (Milton «Skip» Taube, «υπουργός Παιδείας», πρώην ακτιβιστής της οργάνωσης «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία», «Students for a Democratic Society», SDS) και Κεν Κέλλεϋ (Ken Kelley, εκδότης της φοιτητικής αντεργκράουντ εφημερίδας «Argus») είχαν κάνει τα αδύνατα δυνατά για να κρατήσουν εν ζωή τους «Πάνθηρες», καθοδηγώντας και συντονίζοντας τα περίπου 20 επίσημα και περίπου 50 ανεπίσημα παραρτήματα της οργάνωσης από άκρου σε άκρο των Η.Π.Α., παρά την παντελή πια ανυπαρξία χρόνου και χρημάτων για κάτι τέτοιο. Το «Κόμμα των Ανθρώπων του Ουράνιου Τόξου» συστάθηκε όταν απέτυχε και η τελευταία προσπάθεια διατήρησης του ονόματος των «Πανθήρων» μέσα από μία συγχώνευση με τους «Γίπις» («Διεθνές Κόμμα Νεολαίας»), που επιχειρήθηκε μέσα στο 1970, αλλά δεν απέδωσε καρπούς και το νέο σχήμα YIP-WPP δεν γεννήθηκε ποτέ. Ο Νταίηβιντ Σινκλαίρ ερμήνευσε εκείνη ακριβώς την εποχή την αιτία εκείνης της αποτυχίας με την διατύπωση ότι δεν μπορεί κανείς να μιλάει για «συγχώνευση» όταν η μία πλευρά είναι κανονική πολιτική οργάνωση (εννοούσε τους «Πάνθηρες») και η άλλη «μία απλή εικόνα». 

ΕΠΙΜΕΙΝΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ

Δύο παραρτήματα της οργάνωσης, στο Σαν Φραντσίσκο (San Francisco) και το Μπέρκλεϋ (Berkeley), αρνήθηκαν πάντως να αλλάξουν την ονομασία τους και παρέμειναν ενεργά ως «Λευκοί Πάνθηρες» μέχρι την δεκαετία του 1980. Τέλος, παράρτημα «Λευκών Πανθήρων» («Τhe White Panthers – U.K.») ίδρυσε και στην Αγγλία ο γνωστός αναρχικός συγγραφέας, μουσικός και τραγουδιστής του παλιού συγκροτήματος «The Deviants» (1967 - 1969) Μικ Φάρρεν (Mick Farren, 1943 -), στέλεχος του αγγλικού κινήματος Αντικουλτούρας «United Kingdom Underground».
 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
 

Braunstein Peter - Doyle Michael William, editors, «Imagine Nation: The American Counterculture of the 1960's and 70's», New York, 2001 

Gitlin Todd, «The Sixties: Years of Hope, Days of Rage», New York, 1987

Μάφι Μάριο, «Underground», Αθήνα, 1982

Neville Richard, «Play - Power», London, 1970

Plamondon Pun, «Lost From the Ottawa - The Story of the Journey Back», Cloverdale, 2004

Ρασσιάς Βλάσης, «Underground Press. Η Ιστορία του Έντυπου Αντεργκράουντ», 2η έκδοση, Αθήνα, 1988

Sinclair John, « Guitar Army: Rock and Revolution with the MC5 and the White Panther Party », New York, 1972
 

ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «MC5» ΚΑΙ ΤΟΥΣ «ΛΕΥΚΟΥΣ ΠΑΝΘΗΡΕΣ»:

«MC5, A True Testimonial », 2002, από τον David C. Thomas

«Kick Out The Jams», 2005, από τους Leni Sinclair και Cary Loren 
 
 

Copyright 2007, Bλάσης Γ. Ρασσιάς. Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση μόνο με αναφορά στην πηγή. 
 

 
 
 

 

 
 
 
 
 

 
 
 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ:  

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ  

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ  

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ"  

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ  

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993)  

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ