ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΩΝ «ΣΤΡΑΤΙΟΤΙ» ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ
«ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑΣ»
«Στρατιότι» («Stratioti», ενικός: «Στρατιότο»,
«Stratiotο», άλλοι τύποι: «stradioti» ή «stradiotti»)
ονομάζονταν οι Μωραϊτες, αυτόχθονες ή ηπειρώτες,
πολεμιστές που έδρασαν στην Ελλάδα τον 14ο - 16ο
αιώνα, αλλά και στην Ευρώπη (ως μισθοφόροι των
ιταλικών, και όχι μόνο, μοναρχιών) τον 15ο - 17ο
αιώνα. Οι «στρατιότι», πολλοί των οποίων είχαν πλήρη
εθνική συνείδηση και ουκ ολίγοι ακολουθούσαν τον 15ο
και 16ο αιώνα τον πολυθεϊσμό του Γεωργίου Γεμιστού -
Πλήθωνος, οργάνωσαν στην Πελοπόννησο την πρώτη και
ισχυρότατη αντίσταση κατά των Οθωμανών κατακτητών, η
οποία αργότερα, όταν έχασε πολλά στοιχεία του εθνισμού
της, εξελίχθηκε στην λεγόμενη «κλεφτουριά».
Το ιστορικά ασαφές τέλος των ανταρτών «στρατιότι» του
Μωριά θα μπορούσε να τοποθετηθεί στην δεκαετία 1540 -
1550, όταν όλη η Πελοπόννησος έπεσε πια στα χέρια των
Οθωμανών, αν και στην υπόλοιπη Ελλάδα οι αντάρτες
δρουν κανονικά μέχρι τα τέλη του 16ο αιώνα (λ.χ. οι
προερχόμενοι από φημισμένη οικογένεια «στρατιότι»
Θεόδωρος Μπούας Γρίβας και Γκίνος Μπούας, αδέλφια,
καθώς και οι Ηπειρώτες Πούλιος Δράκος και Μαλάμος,
ηγήθηκαν το 1585 σε όλη την δυτική Ελλάδα μιας μεγάλης
εξέγερσης, που όμως πνίγηκε στο αίμα). Οι «κλέφτες»
όμως που μετά από αρκετές δεκαετίες (*) διαδέχθηκαν
τους αντάρτες «στρατιότι» του Μωριά (σημειωτέον ότι
εκεί δεν υπήρξε ποτέ ο αναγνωρισμένος από την
οθωμανική εξουσία θεσμός του «αρματωλισμού», όπως στην
Ρούμελη και την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου μάλιστα ο
«αρματωλός» διοριζόταν από τον εκάστοτε πασά),
φαίνεται ότι διατήρησαν το αντιστασιακό μένος των
δεύτερων ενάντια τόσο στους Οθωμανούς όσο και στους
πλούσιους χριστιανούς συνεργάτες τους (τους
«προεστούς») και την Εκκλησία.
Οι «κλέφτες», που ανάμεσα στα άλλα παρακινούσαν
συνεχώς τον υπόλοιπο λαό να «ξεφοβίσει» και να
διεκδικήσει ένοπλα την ελευθερία του, «ηναγκάζοντο»,
όπως γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, «να ληστεύουν και
αυτούς τους ομόφυλους των επί τω λόγω ότι ήσαν
ενοικιασταί ή υπηρέται των Τούρκων. Μετά τους
προεστώτας ιδίως ετέρποντο να πανικοβάλουν με πληρωμή
λίτρων τους καλογήρους προς τους οποίους ουδεμίαν
είχον ιδιάζουσαν συμπάθειαν και τους παπάδες οσάκις
συνέπιπτε να είναι τούτοι και προεστοί των χωριών και
τούτου ένεκα πολέμιοι ήσαν των κλεφτών».
Η κορύφωση της επικίνδυνότητάς τους σημειώθηκε τα
χρόνια που ακολούθησαν την Γαλλική Επανάσταση και την
μετά από λίγο βραχύβια δημοκρατική και
αντικληρικαλιστική ανατρεπτική κίνηση στην Νάπολη και
τα Επτάνησα, πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε
επικοινωνία μεταξύ της «κλεφτουριάς» (τουλάχιστον του
καπετάν Ζαχαριά 1759 – 1805 και του Τζανή Γρηγοράκη
1782 - 1797) και των επαναστατών της Δύσης («μετά την
Επανάσταση της Γαλλίας εν γένει τα πνεύματα του κόσμου
εξύπνησαν και η φυλή η ελληνική περισσότερον
εφωτίσθη», έγραψε ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη
Φωτάκος).
Πάντως, με πρωτοβουλία του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως, που εξαπέλυσε εναντίον τους
αφορισμό το 1805 με αφορμή την απαγωγή του
πρωτοσύγγελου Ανδριανόπουλου από τους Κολοκοτρωναίους
και τον καπετάν Γιώργα Μπέλιο, έγινε από τον Ιανουάριο
μέχρι τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς ο «μεγάλος
χαλασμός» των «κλεφτών» της Πελοποννήσου, στον οποίο
από κοινού οι Οθωμανοί και οι χριστιανοί συνεργάτες
τους («κοτσαμπάσηδες», κλήρος και αμόρφωτοι «πιστοί»)
εξόντωσαν τελικά, συνήθως με μαρτυρικό τρόπο, περίπου
5.000 μάχιμους άνδρες. «Εάν εζούσαν οι παλαιοί
ηθέλαμεν κυριεύσει την Πελοπόννησο τον πρώτον χρόνο»,
έγραψε με πίκρα αργότερα, μετά το 1821, ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης.
Βλάσης
Γ. Ρασσιάς
(*) Ως
ιστορική αφετηρία των «κλεφτών» θα μπορούσε ίσως να
ορισθεί το έτος 1632, όταν ο σουλτάνος Μουράτ ο Δ
σταμάτησε την χρήση χριστιανών (Ρωμιών, Αλβανών,
Σέρβων, κ.λπ.) ιππέων («Voynuks») στον Οθωμανικό
στρατό. Πολλοί από τους Ρωμιούς που επέστρεψαν στις
πατρίδες τους, παρέμειναν συντεταγμένοι σε μάχιμες
ομάδες, με δικές τους μάλιστα σημαίες.