Λεκόντ ντε Λιλ

(Charles Marie René Leconte de Lisle, Saint-Paul, Réunion, 22 Οκτωβρίου 1818 – Louveciennes, 17 Ιουλίου 1894)

Γάλλος συμβολιστής ποιητής, ιδρυτής της σχολής των «Παρνασσιστών», ο γνωστότερος μετά τον Ουγκώ Γάλλος ποιητής της περιόδου 1865 - 1895.



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στο νησί του Ινδικού Ωκεανού Ρεϊνιόν (Réunion, που τότε και μέχρι το 1848 λεγόταν «Μπουρμπόν» προς τιμή των Βουρβώνων) και ο νορμανδός πατέρας του Charles Marie Le Conte (1794 - 1856,) που ήταν στρατιωτικός χειρουργός, τον ανέθρεψε με αυστηρότητα, με αντικληρικαλιστικές αρχές και τις απόψεις του Ζαν - Ζακ Ρουσσώ, και τον προόριζε για έμπορο (για να του δώσει μάλιστα την εμπορική ψυχολογία τον έστειλε για ένα διάστημα στις Ανατολικές Ινδίες).

Το διάστημα 1821 – 1828 η οικογένεια του μικρού ντε Λιλ έζησε στην Νάντη (Nantes) και μετά επέστρεψε στο Ρεϊνιόν. Το 1837 ο ντε Λιλ στάλθηκε στο «Πανεπιστήμιο της Ρεν» («Université de Rennes»), όπου αντί των Νομικών που επιθυμούσε ο πατέρας του σπούδασε Φιλολογία και Ιστορία και έμαθε αρχαία Ελληνικά και Ιταλικά. Όταν ο πατέρας του τον ανακάλεσε το 1843 στο Ρεϊνιόν, ο νεαρός υπάκουσε, με αποτέλεσμα να ασφυκτιά εκεί για τρία περίπου χρόνια με μόνη συντροφιά τα βιβλία του, μέχρι που τελικά έφυγε και από το 1846 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι.

ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Εκεί έπιασε δουλειά στην ιδρυθείσα το 1843 ημερήσια εφημερίδα «La Démocratie Ρacifique», που προπαγάνδιζε τις σοσιαλιστικές θεωρίες του ουτοπιστή Σαρλ Φουριέ (Francois Marie Charles Fourier, 1773 - 1837), καθώς και στο μηνιαίο περιοδικό «La Phalange» και δημοσίευσε διάφορα πολιτικά κείμενα, καθώς και τα πρώτα ποιήματά του (τα «Αρχαία Ποιήματα», «Poemes Antiques», στα οποία αντλούσε πρόσωπα και σύμβολα από την αρχαία πολυθεϊστική Ελλάδα προς ενίσχυση των επαναστατικών του απόψεων).
Ωστόσο, δύο περίπου χρόνια μετά την αντιμοναρχική επανάσταση του Φεβρουαρίου 1848 στην οποία είχε συμμετάσχει (και μάλιστα ως μέλος μιας ομάδας νέων που ζητούσαν την κατάργηση της δουλείας), καταστάλαξε στην άποψη ότι ο ποιητής, και εν γένει ο καλλιτέχνης, δεν πρέπει να εμπλέκεται με άμεση πολιτική δράση και έγραψε: «τα μεγάλα έργα τέχνης ζυγίζουν παραπάνω από πεντακόσια εκατομμύρια δημοκρατικά και σοσιαλιστικά περιοδικά.

Το έργο του Ομήρου θα μετρήσει περισσότερο από το έργο του Μπλανκί στον απολογισμό των επιτευγμάτων της ανθρωπότητας» (όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Πιέρ Μαρτινό). Έκτοτε αφιερώθηκε στην ποίηση, για την οποία διαμόρφωσε σε λίγο μία κανονική σχολή, τον λεγόμενο «Παρνασσό» («Le Parnasse») ή «Παρνασσισμό».

Ο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»

Το όνομα της σχολής «Παρνασσός» προήλθε από το λογοτεχνικό περιοδικό στο οποίο δημοσίευαν τα πρώτα τους ποιήματα τα περισσότερα μέλη της, το «Ο Σύγχρονος Παρνασσός» («Le Parnasse contemporaine», 1866 - 1876), μια «κατοικία των Μουσών». Ο σκώτος κλασικιστής Γκίλμπερτ Χίγκετ (Gilbert Highet, 1906 - 1978) έγραψε σχετικά: «Ο Παρνασσός είναι βουνό. Μακριά από τις πόλεις, μέρος της παρθένας φύσης, υψώνεται πάνω από τον κόσμο…». 

Ο «Παρνασσισμός», ως σχολή έκφρασης, απετέλεσε μια «εγκεφαλική» αρχαιόφιλη αντίδραση στο μελοδραματικό, αχαλίνωτα συναισθηματικό και εξομολογητικό κίνημα του «Ρομαντισμού» που παραμόρφωνε την ζωή, αλλά και στον χυδαίο υλισμό και την εκβιομηχάνιση που την υποβάθμιζαν, και επιζητούσε την εκφραστική τελειότητα, την αποδέσμευση από ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές σκοπιμότητες και την πιστή ρεαλιστική αναπαράσταση των πραγμάτων (όπως αυτά είναι και όχι όπως υποκειμενικά συγκινούν τον ποιητή) μέσα από τις σωστές λέξεις, αντλώντας παράλληλα μορφές, σύμβολα και κάθε είδους άλλα δεδομένα από την ελληνική, ρωμαϊκή και ινδική αρχαιότητα. Εργαλεία του «Παρνασσισμού», που απεχθανόταν σαν προδοσία την όποια φυγή από την πραγματικότητα, ήταν ο έλεγχος της συγκίνησης, η απόλυτη πειθαρχία σε μετρικούς κανόνες, η προσεκτική ρίμα, η ακριβολογία, η σαφήνεια, η σταθερή μορφή, η αντικειμενικότητα, η στωϊκή «απάθεια» (δηλαδή η συνειδητή απόρριψη των υπερβολών πόθου και πάθους), ο σεβασμός στο δεδομένο και το απτό και, φυσικά, ο προσανατολισμός στην αιωνιότητα: «όταν η πόλη θα πεθάνει / θα στέκει ακόμα η προτομή» έγραφε ο πρόδρομός τους Θεόφιλος Γκωτιέ (Pierre Jules Théophile Gautier, 1811 - 1872), πρώην «ρομαντικός», στο «L’ Art».
 
Υπερασπιζόμενος τα αισθητικά και πνευματικά ιδεώδη της αρχαίας Ελλάδας, τα οποία «αποτελούν το θεμέλιο κάθε πολιτισμού που αξίζει να φέρει αυτό το όνομα» (Χίγκετ), ο «Παρνασσός» παραμέριζε το «πρόσωπο» και τον «εαυτό» για χάρη της ολότητας και της αιωνιότητας, χαρακτηριστικό είναι δε ότι ο ντε Λιλ μόνο 2 – 3 φορές έκανε αναφορά στον εαυτό του μέσα στο τεράστιο έργο του: παραχωρούσε χώρο μέσα στις στροφές του μόνο σε ό,τι εκτιμούσε πως ανήκει στην αιωνιότητα («sub specie aeternitatis»). Αποφεύγοντας το λάθος της σχολής «Μπαρόκ», που συνήγαγε αυθαίρετα δικούς της κανόνες για την κλασική μορφή, οι «Παρνασσιστές», έχοντας όλοι τους γερή κλασική παιδεία, είχαν κατανοήσει ότι «η ουσία δεν ήταν η εφαρμογή παραδοσιακών κανόνων, αλλά η αποδοχή της πειθαρχίας, δεν ήταν η δουλική αντιγραφή ενός προκαθορισμένου σχεδίου, αλλά η υποταγή της προσωπικής φαντασίας σε μία παράδοση που στέκει πάνω και έξω από το πρόσωπο» (Χίγκετ).


Για τους «Παρνασσιστές», η Ωραιότητα αποτελεί μια αυτόνομη αξία, δεν ταυτίζεται καν με την Αλήθεια, όπως την ήθελε ο Τζων Κητς (John Keats, 1795 – 1821) και ο ντε Λιλ διακήρυσσε απερίφραστα ότι «το Ωραίο δεν είναι δούλος του Αληθούς» («Le Beau n’ est pas le serviteur du Vrai»). Σπουδαιότερες μορφές του «Παρνασσού» πέραν του ντε Λιλ ήσαν ο Άγγλος Ουώλτερ Λαντόρ (Walter Savage Landor, 1775 – 1864, που απετέλεσε πρόδρομο της σχολής, αφού πέθανε πριν αυτή διαμορφωθεί), ο Πολωνός Αντόνι Λάνγκε (Antoni Lange, 1863 - 1929), ο Βραζιλιάνος Ολάβο Μπίλακ (Olavo Brás Martins dos Guimaraes Bilac, 1865 - 1918) και οι Γάλλοι Πωλ Βερλαίν (Paul - Marie Verlaine, 1844 - 1896), Λουϊ Μενάρ (Louis - Nicolas Ménard, 1822 – 1901), Συλί Προυντόμ (René – Francois - Armand (Sully) Prudhomme, 1839 - 1907), Λεόν Ντιέρξ (Léon Dierx, 1838 – 1912, ο «πρίγκιπας των ποιητών»), Τεοντόρ ντε Μπανβίλ (Étienne – Claude – Jean – Baptiste – Théodore - Faullain de Banville, 1823 – 1891) και Ζοζέ – Μαρία ντε Ερεντιά (José - Maria de Heredia, 1842 - 1905).

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ

Ο ντε Λιλ υπήρξε από την τρίτη δεκαετία της ζωής του και μετά λάτρης της κλασικής Γραμματείας (περιέγραψε ως «ιερή μητέρα» την Ελλάδα στο ποίημά του «Η Αφροδίτη της Μήλου»: «Bienheureux les enfants de l’ Hellade


sacrée!»), μετέφρασε αρχαίους Έλληνες ποιητές και τραγικούς (Θεόκριτο, Όμηρο, Ησίοδο, Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη), καθώς και Οράτιο και «αντιλαμβανόταν τον Ελληνισμό ως την πραγμάτωση των ιδανικών της ανθρωπότητας, την Ομορφιά συνδυασμένη με την Σοφία», όπως έγραψε η Maria Dzielska.

Το 1846 εξέδωσε το πρώτο μη πολιτικό ποίημά του, το «Η Αφροδίτη της Μήλου» («La Venus de Milo»), το οποίο, καθώς κατόρθωνε να μεταφέρει την οπτική ομορφιά στην έμμετρη γλώσσα, προκάλεσε αίσθηση και συγκέντρωσε γύρω του τους αρχαιόφιλους διανοούμενους, που απετέλεσαν σε λίγο τον πυρήνα του «Παρνασσού»: «Ιερό μάρμαρο, ντυμένο σε πνεύμα και δύναμη, / ακαταμάχητη Θεά με αέρα νίκης, / αγνή σαν την αστραπή και σαν την αρμονία, / Αφροδίτη! Ομορφιά, λευκή μητέρα των Θεών!» («Marbre sacré, vetu de force et de génie, / Déesse irrésistible au port victorieux, / Pure comme un éclair et comme une harmonie, / O Vénus, o beauté, blanche mère des dieux!»). Ο κύριος όγκος του έργου του περιλαμβάνεται σε τρεις συλλογές, που ονομάζονται «Αρχαία Ποιήματα» («Poèmes antiques», 1852), «Βαρβαρικά Ποιήματα» («Poèmes barbares», 1862) και «Τραγικά Ποιήματα» («Poèmes tragiques», 1884).

Το 1884, διαισθανόμενος ίσως τον θάνατο την επόμενη χρονιά του υπέργηρου Ουγκώ, συμπεριέλαβε στην τελευταία συλλογή το ποίημα «Σε έναν νεκρό ποιητή» («À un Poète mort»): «Comme un Dieu plein d'ennui qui déserte l'autel, / Rentre et disperse-toi dans l'immense matière. / Sur ton muet sépulcre et tes os consumes / Qu'un autre verse ou non les pleurs accoutumés, / Que ton siècle banal t'oublie ou te renomme» («Σαν ένας Θεός που απ' το βωμό λιποταχτεί από πλήξη / στρέψε, σκόρπα στην άπειρη ύλη που σε καλεί. / Πάνω στο άφωνο μνήμα σου, στα οστά τ’ αναλωμένα / ας χύνουν οι άλλοι ή και κανείς δάκρια συνηθισμένα / κι ας σε δοξάζει ή ας σε ξεχνά η χυδαία σου εποχή» σε μετάφραση της Μαρίας Πολυδούρη).

ΤΙΜΗ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΥΠΑΤΙΑ

Ο ντε Λιλ αφιέρωσε τρία ποιήματά του στην αλεξανδρινή φιλόσοφο Υπατία (364 - 416), την οποία λιντσάρισαν, έγδαραν ζωντανή και έκαψαν οι φανατικοί χριστιανοί του 5ου αιώνα, με υποκινητή τον τοπικό επίσκοπο Κύριλλο. Το πρώτο («Hypatie») το έγραψε το 1847, παρουσιάζοντας όμως την μάρτυρα του Ελληνικού Πολυθεϊσμού ως θύμα της ιστορικής αναγκαιότητας και το συμπλήρωσε το 1857 με το δραματικό ποίημα «Υπατία και Κύριλλος» («Hypatie et Cyrille»), στο οποίο προσπαθούσε να βρει ένα κοινό έδαφος για τις αντίπαλες ελληνικές και χριστιανικές αξίες («οι λέξεις είναι λίγο διαφορετικές / η ουσία όμως λίγο - πολύ η ίδια»). Εκεί ωστόσο, στον κομπασμό του Κυρίλλου ότι «οι Θεοί σου έχουν τώρα γίνει στάχτη / μπροστά στα πόδια του νικητή Χριστού», η Υπατία απαντούσε: «Κάνεις λάθος Κύριλλε, ζούνε μες στην καρδιά μου / όχι όπως εσύ τους βλέπεις... / αλλά όπως τους έχουν δει τ' ανώτερα μυαλά /στον έναστρο θόλο που δεν κατοικεί κανείς / δυνάμεις του σύμπαντος, εσωτερικές αρετές / αρμονική ένωση γης και ουρανού / που χαροποιεί τον νου, το αυτί και το μάτι / που προσφέρει σε κάθε σοφό εφικτά ιδανικά / και μια ορατή λάμψη στην ομορφιά της ψυχής. / Αυτοί είναι οι Θεοί μου».

Το 1874 διόρθωσε τις προηγούμενες οπτικές του με ένα νεότερο «Hypatie», στο οποίο πλέον κατήγγειλε ανοικτά τον Χριστιανισμό ως αποκλειστικό υπεύθυνο για εκείνη την θηριωδία: «Ο αχρείος Γαλιλαίος σε χτύπησε και σε καταράστηκε, / αλλά εσύ έπεσες γινόμενη πιο υπέροχη! Και τώρα αλίμονο! / Το πνεύμα του Πλάτωνος και της Αφροδίτης το σώμα / αναχώρησαν για πάντα στα ψηλά ουράνια της Ελλάδος! / Κοιμήσου, ω άσπρο σα το χιόνι θύμα, στη ψυχή μας βαθιά, / με το άσπιλό σου πέπλο και εστεμμένη με τον λωτό. / Κοιμήσου! Η ακάθαρτη ασχήμια είναι του κόσμου η αφέντρα, / κι εμείς έχουμε λησμονήσει τον δρόμο για την Πάρο. / Οι Θεοί μέσα στην σκόνη είναι και η γη χωρίς λαλιά. / Τίποτα δεν θα λαλεί πλέον στον ερημωμένο ουρανό».



ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

Ο ντε Λιλ ήταν με σαφήνεια αντιχριστιανός και έβλεπε τον Θεό των χριστιανών ως ενσάρκωση της μιζέριας, της τυραννίας και της κακίας: «Ο Θεός, είναι τυραννία και μιζέρια, ο Θεός, είναι το Κακό» («Dieu, c’ est tyrannie et misere; Dieu, c’ est le mal»), ενώ στο ποίημά του «Siecles maudits» που περιέχεται στην συλλογή «Βαρβαρικά Ποιήματα» του 1862, ο ντε Λιλ αποκήρυξε τους αιώνες της χριστιανικής παντοδυναμίας ως «εποχή των σφαγέων, των δειλών και των αποκτηνωμένων» («siecles d’ egorgeurs, de laches et de brutes») και κατήγγειλε την Εκκλησία ως «βρυκόλακα, που μέθυσε με ανθρώπινο αίμα» («ce vampire ivre de sang humain»).
 
Συγκλονιστικό είναι το μικρό έπος «Κάϊν» («Qain», που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1869 στο «Le Parnasse contemporaine»), στο τέλος του οποίου κηρυσσόταν πόλεμος στον Θεό των μονοθεϊστών μέσα από τα λόγια του πρώτου υιού των υποτιθεμένων «πρωτοπλάστων», που είχε εγερθεί από τον προαιώνιο τάφο του για να υπερασπιστεί τους απογόνους του που απειλούνταν ξανά από τον επουράνιο τύραννο με έναν ακόμη κατακλυσμό: «μ’ αιώνια χλεύη θα μαστιγώσω τους ιερείς σου, / στο φως θα επαναφέρω τις πόλεις που βύθισες στην άμμο της ερήμου, / στους αφρισμένους πυθμένες θα συγκρατήσω τα νερά, / και παίρνοντας τώρα εκδίκηση τα παιδιά των εθνών, / θα γελούν μέσα στις κούνιες τους, μη γνωρίζοντας πια τ’ όνομά σου».


Η Άλισον Φαίρλι (Alison Anna Bowie Fairlie, 1917 - 1993) στο βιβλίο της «Leconte de Lisle's poems on the barbarian races» (σελ. 245) περιγράφει το τέλος του ποιήματος με τα ακόλουθα λόγια: «Ο Κάϊν θα σώσει την ανθρωπότητα, που όμως δεν θα είναι πια η υπερήφανη, ελεύθερη και ευτυχισμένη φυλή του παρελθόντος. Οι άνθρωποι θα είναι προ πολλού δουλικοί, μνησίκακοι, δειλοί, μέχρι που στο τέλος η πνοή του Κάϊν θα τους κάνει να εξεγερθούνε. Μάταια θα βασανίζουν οι ιερείς του ψεύτη και σκληρού Θεού: οι άνθρωποι θ' απελευθερωθούν, οι Κάϊν και Άβελ θα συμφιλωθούν και ο Ιαχωβάς θα εξοντωθεί».

Λίγο πριν την αιματοβαμμένη «Κομμούνα του Παρισιού», ο ντε Λιλ εξέδωσε επίσης τρία «λαϊκά» βιβλία, αντιχριστιανικού και δημοκρατικού προσανατολισμού, τα «Λαϊκή δημοκρατική κατήχηση» («Catéchisme populaire républicain», που εκδόθηκε ανώνυμα το 1870), «Λαϊκή Ιστορία του Χριστιανισμού» («Histoire populaire du christianisme», 1871) και «Λαϊκή Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης» («Histoire populaire de la Révolution francaise», 1871). Η «Λαϊκή Ιστορία του Χριστιανισμού» ήταν ένα βίαιος φιλιππικός κατά της Εκκλησίας, στον οποίο «κατήγγειλε τους αιμοσταγείς ιεροεξεταστές, τους άπληστους πάπες, την τρομερή δεισιδαιμονία. Χίλια χρόνια ελληνορωμαϊκού παγανισμού, έγραφε, δεν γέννησαν αγριότητες που να μπορούν να συγκριθούν με τους θανάτους των αιρετικών στην πυρά, ούτε υποβίβασαν το ανθρώπινο πνεύμα» (Χίγκετ).

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1857 ο 40χρονος τότε ντε Λιλ νυμφεύθηκε την 24χρονη Anna Adélaïde Perray (1833 - 1916), την οποία πάσχιζε να συντηρήσει με το μικρό εισόδημα από τα γραπτά του, παράλληλα με την μητέρα του και τις τρεις μικρότερες από αυτόν αδελφές του Élysée Marie Louise (γεν. 1821), Anaïs (γεν. 1825) και Emma (γεν. 1836) –είχε και δύο ακόμα μικρότερους αδελφούς, τους Alfred (γεν. 1823) και Paul (γεν. 1839).

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΣ

Το 1872 εξέδωσε την τραγωδία «Οι Ερινύες» («Les Érinnyes»), για την οποία συνέθεσε μουσική ο Ιούλιος Μασσενέ (Jules Massenet, 1842 - 1912) και τον Ιούνιο του 1888 την τραγωδία «L’ Apollonide», για την οποία είχε αναλάβει να συνθέσει την μουσική ο Βέλγος Franz Servais (1846 - 1901), που όμως δεν ανταποκρίθηκε στις συμφωνηθείσες προθεσμίες και ολοκλήρωσε μόλις το 1892 (όταν παίχθηκε τελικά η μουσική τον Ιανουάριο του 1899 στο «Θέατρο του Μεγάλου Δουκός» της Καρλσρούης, ο ντε Λιλ είχε πεθάνει πριν από 5 χρόνια).



Δύο χρόνια πάντως πριν την έκδοση της «L’ Apollonide», το 1886, ο ντε Λιλ έγινε δεκτός στην «Γαλλική Ακαδημία» («Académie Francaise») στην θέση του θανόντος Βίκτωρος Ουγκώ (Victor - Marie Hugo, 1802 - 1885). Εξέδωσε επίσης το 1876 με το ψευδώνυμο «Πιέρ Γκοσέ» («Pierre Gosset») μία Ιστορία των μεσαιωνικών χρόνων («Histoire du Moyen Age») και από το 1873 χρημάτισε βιβλιοθηκάριος στο «Ανάκτορο του Λουξεμβούργου».

Πέθανε στην κοινότητα Λουβεσιέν, δυτικά του Παρισιού, στις 17 Ιουλίου 1894 από πνευμονία και θάφτηκε παρά την αντίθετη επιθυμία του με χριστιανική κηδεία, καθώς οι οικείοι του δεν σεβάστηκαν τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Προσευχόμενος στον «θείο Θάνατο» («divine Mort»), είχε γράψει πριν από κάποια χρόνια στο ποίημά του «Dies Irae»: «Ελευθέρωσέ μας από τον χρόνο, το όνομα και τον χώρο / και δώσε μας την ηρεμία που η ζωή έχει διαταράξει!» («Affranchis-nous du temps, du nombre et de l'espace, / et rends-nous le repos que la vie a troublé!»).

Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2009


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

«Poèmes antiques», 1852
«Poèmes et poesies», 1854
«Le Chemin de la croix», 1859
«Poèmes barbares», 1862
«Catéchisme populaire républicain», 1870, ανώνυμα
«Histoire populaire du christianisme», 1871
«Histoire populaire de la Révolution francaise», 1871
«Les Érinnyes», 1872
«Histoire du Moyen Age», 1876, με το ψευδώνυμο «Pierre Gosset»
«Poèmes tragiques», 1884
«L'Apollonide», 1888
«Derniers poems», εκδόθηκε μετά θάνατον, το 1899
«Premières poésies et lettres intimes, εκδόθηκε μετά θάνατον, το 1902



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Irving Henry Brown, «Lecomte de Lisle», New York, 1924
Fernand Calmette, «Un Demi siècle littéraire, Leconte de Lisle et ses amis», Paris, 1902
Jean Dornis, «Leconte de Lisle intime», Paris, 1895
Alison Fairlie, «Leconte de Lisle's poems on the barbarian races», Cambridge, 1947
Pierre Flottes, «Le Poète Lecomte de Lisle», Paris, 1929
Gilbert Highet, «Η Κλασική Παράδοση», Αθήνα, 1988
Pierre Martino, «Parnasse et symbolism», Paris 1967
Irving Putter, «Lecomte de Lisle and his contemporaries», Berkeley, 1951
Maurice Anatole Souriau, «Histoire du Parnasse», Paris, 1929
Désiré Toupance, «Lecomte de Lisle, esquisse d’une biographie intellectuelle», Paris, 1916







 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ