Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι

(Giuseppe Garibaldi, Nice, 4 Ιουλίου 1807 – Caprera, 2 Ιουνίου 1882)

Ιταλός επαναστάτης του 19ου αιώνα, στρατιωτικός και πολιτικός ήρωας της ενωμένης Ιταλίας, αποκαλούμενος και «ήρωας των δύο κόσμων» λόγω της συμμετοχής του και στον ουρουγουανικό εμφύλιο πόλεμο με την πλευρά των δημοκρατών και λιμπεραλιστών.



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1807 στη Νίκαια της Γαλλίας, από φτωχική οικογένεια (ο πατέρας του Ντομένικο, Domenico, ήταν ψαράς και η μητέρα του προόριζε τον υιό της να γίνει κληρικός). Συμμετείχε ενεργά στις υποθέσεις της ιταλικής κοινότητας της Νίκαιας και το 1832, σε ηλικία μόλις 24 ετών, πήρε δίπλωμα καπετάνιου εμπορικού πλοίου.

ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΟΣ

Την επόμενη χρονιά προσχώρησε στην μυστική οργάνωση του Ιταλού επαναστάτη (καρμπονάρου) Τζιουζέπε Ματσίνι «Νεαρή Ιταλία» («La Giovine Italia»), η οποία είχε ως απώτερο σκοπό την απελευθέρωση της Ιταλίας από τους Αυστριακούς και την ένωσή της υπό ένα λιμπεραλιστικό δημοκρατικό πολίτευμα. Η μύησή του στην οργάνωση έγινε τον
Απρίλιο του 1833 από τον νεότερό του Ιταλό πολιτικό φυγάδα Τζιοβάνι Μπατίστα Κιούνεο (Giovanni Battista Cuneo, 1809 – 1875, μελλοντικό βιογράφο του) στο ρωσικό λιμάνι του Ταγκανρόνγκ (Taganrog) της Αζοφικής Θάλασσας, όπου ο Γκαριμπάλντι βρισκόταν ως καπετάνιος εμπορικού πλοίου.

Μερικούς μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 1833, συνάντησε και τον ίδιο τον Ματσίνι (Giuseppe Mazzini, 1805 - 1872) στη Γενεύη (Geneva) και μυήθηκε επίσης και στην πατρική οργάνωση της «Καρμποναρίας», στην Μασσαλία (Marseilles). Τον Φεβρουάριο του 1834 συμμετείχε στην αποτυχημένη εξέγερση των καρμπονάρων ενάντια στον βασιλιά Κάρολο Αλμπέρτο (Carlo Alberto Amedeo, 1798 – 1849) στο Πεδεμόντιο (Piedmont), την οποία είχε οργανώσει ο ίδιος ο Ματσίνι. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης διέφυγε στην Μασσαλία, ενώ το δικαστήριο της Γένοβας που δίκασε την υπόθεση της εξέγερσης τον καταδίκασε, όπως και τον επίσης φυγάδα Ματσίνι, ερήμην εις θάνατον. Άλλοι σύντροφοί τους όμως δεν στάθηκαν τυχεροί, ενώ πριν από μερικούς μήνες (στις 19 Ιουνίου 1833) είχε αυτοκτονήσει και ο στενός φίλος τού Ματσίνι και επικεφαλής του γενοβέζικου παραρτήματος της «Νεαρής Ιταλίας» Ρουφίνι (Jacopo Ruffini, 1805 - 1833) μέσα στα μπουντρούμια του μεγάλου ανακτόρου («Palazzo Ducale»), όταν του είχαν διοχετεύσει την ψεύτικη πληροφορία ότι δήθεν ο Ματσίνι είχε συλληφθεί, ομολογήσει και παραδώσει την λίστα όλων των μελών της οργάνωσης.

ΠΡΩΤΗ ΕΞΟΡΙΑ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ

Κυνηγημένος και από την Μασσαλία, ο Γκαριμπάλντι αναζήτησε για λίγο καταφύγιο στην Τυνησία και τελικά το 1836 αναχώρησε για την Νότια Αμερική και συγκεκριμένα για το λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέϊρο (Rio de Janeiro). Στην Βραζιλία συμμετείχε από το 1837 ως κουρσάρος στον αγώνα των δημοκρατών «φαράπος» («farrapos») για ανεξαρτησία της «Δημοκρατίας του Ρίο Γκράντε» («República do Rio Grande» ή «República Farroupilha») από την «Αυτοκρατορία της Βραζιλίας» («Império do Brasil», 1822 - 1889). Στην διάρκεια αυτού του αγώνα που διήρκεσε μία ολόκληρη δεκαετία («Guerra dos Farrapos», 19 Σεπτεμβρίου 1835 – 1 Μαρτίου 1845), ο Γκαριμπάλντι γνώρισε τον Οκτώβριο του 1839  την όχι μόνο γυναίκα της ζωής του αλλά και σύντροφο εν όπλοις, την κατά 14 χρόνια νεότερή του όμορφη «Ανίτα» («Anita», πραγματικό όνομα Ana Maria de Jesus Ribeiro da Silva, 1821 - 1849). Έναν μόλις μήνα αργότερα, το ζευγάρι πολέμησε μαζί στις φονικότατες μάχες της Ιμπιτούμπα (Imbituba) και της Λαγκούνα (Laguna).



Ο Γκαριμπάλντι συναντά για πρώτη φορά
τον Ματσίνι στην Μασσαλία


Το ζεύγος Γκαριμπάλντι στο Μοντεβιδέο

Το 1841, όταν ήδη ο πόλεμος είχε αρχίσει να κερδίζεται από τους αυτοκρατορικούς, το ζευγάρι, που είχε ήδη αποκτήσει στις 10 Σεπτεμβρίου 1840 έναν υιό, τον Μενότι (Menotti, 1840 - 1903), o οποίος μόλις μετά βίας επέζησε της μακράς πορείας των δημοκρατών τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους μέσα από την τρομερή ζούγκλα του Las Antas, έφυγε για την πρωτεύουσα της Ουρουγουάης Μοντεβιδέο (Montevideo).

Εκεί το ζευγάρι εγκαταστάθηκε με την βοήθεια των Ιταλών συντρόφων του Τζιουζέπε, Ναπολέοντα Καστελάνι (Napoleon Castellani), Τζιοβάνι Ρίσο (Giovanni Risso) και Τζιοβάνι Μπατίστα Κιούνεο, και ο Γκαριμπάλντι εξασφάλιζε τα προς το ζην εργαζόμενος ως έμπορος και διευθυντής σχολείου. Ενώ η Ανίτα ήταν ήδη έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, την άτυχη Ροσίτα (Rosita, 1843 - 1845), παντρεύτηκαν το 1842 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας απέκτησαν δύο ακόμη παιδιά, την Τερεσίτα (1845 - 1903) και τον Ριτσιότι (Ricciotti, 1846 - 1924).

Από τον Ιούνιο του 1842 ο Γκαριμπάλντι, έχοντας υιοθετήσει το ερυθρό πουκάμισο ως επαναστατική στολή του, συμμετείχε ως κυβερνήτης ενός μικρού ευέλικτου στόλου στον «Μεγάλο Πόλεμο» («Guerra Grande») των Ουρουγουανών λιμπεραλιστών («colorados», «κολοράδος») του Χοσέ Φρουκτουόσο Ριβέρα (José Fructuoso Rivera y Toscana, 1784 – 1854) εναντίον του σκληρού δικτάτορα της Αργεντινής ντε Ρόσας (Juan Manuel de Rosas, 1793 - 1877) και του ανατραπέντος πρώην Ουρουγουανού δικτάτορα Ορίμπε (Manuel Ceferino Oribe y Viana, 1792 - 1857), επικεφαλής μίας «λεγεώνας» 600 Ιταλών δημοκρατών με σημαία μαύρη (που συμβόλιζε το πένθος της πατρίδας τους) που είχε ένα ηφαίστειο στο κέντρο της.

Από τις πιο σημαντικές νίκες των «ερυθροχιτώνων» του συνταγματάρχη Γκαριμπάλντι ήταν η κατάληψη της Colonia del Sacramento (που λεηλατήθηκε, όπως και οι εκκλησίες της), της Isla Martín García και του Gualeguaychú (που επίσης λεηλατήθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1845).  Ακολούθησαν δύο ήττες, η μία στο Paysandú (στις 8 Φεβρουαρίου 1846, όπου σκοτώθηκαν πολλοί Ιταλοί) και η άλλη στην Concordia, αλλά και δύο ακόμη νίκες, στο Cerro και το San Antonio del Santo το 1846. Η Ανίτα χρειάστηκε από το 1843 να συμπολεμήσει πολλές φορές ακόμα με τον σύζυγό της στην υπεροκταετή πολιορκία του Μοντεβιδέο από τους Αργεντίνους και τον Ορίμπε.


Ο Γκαριμπάλντι το 1842

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Το ζεύγος Τζιουζέπε και Ανίτα Γκαριμπάλντι και 80 περίπου «ερυθροχίτωνες» επέστρεψαν τον Απρίλιο του 1848 στην Ιταλία, για να υποστηρίξουν τους συμπατριώτες τους στις εξεγέρσεις κατά των Αυστριακών, εναντίον των οποίων ο Γκαριμπάλντι πέτυχε δύο μικρές νίκες, στο Λουϊνο (Luino, στις 15 Αυγούστου 1848) και το Μορατσόνε (Morazzone, στις 26 Αυγούστου 1848). Ήταν η αρχή του μεγάλου αγώνα για την ιταλική ενοποίηση (1848 - 1870), της περίφημης «Αναβίωσης» («Il Risorgimento»).

Μετά όμως από την συντριβή των πεδεμόντιων επαναστατών στην Νοβάρα, στις 23 Μαρτίου 1849, ο Γκαριμπάλντι και οι «ερυθροχίτωνές» του, μετά από έκκληση του Ματσίνι που ήδη από τις 5 Μαρτίου είχε ανακηρυχθεί «επίτιμος πολίτης Ρώμης» από τους δημοκράτες της νεο-ανακηρυχθείσας «Ρωμαϊκής Δημοκρατίας» («Repubblica Romana», 9 Φεβρουαρίου 1849 – 3 Ιουλίου 1849), προσχώρησαν στην άμυνα της πόλης κατά των ναπολιτάνικων, αυστριακών και γαλλικών μοναρχικών δυνάμεων που ήθελαν την παλινόρθωση του Παπικού κράτους.

Τελικά, παρά τον στρατιωτικό θρίαμβο του Γκαριμπάλντι στις 30 Απριλίου 1849, που νίκησε έναν ογκώδη γαλλικό στρατό έξω από την πύλη του St. Pancraziο της Ρώμης, η πόλη, στην οποία είχε κηρυχθεί η πλήρης ανεξιθρησκία και η ελευθερία του Τύπου και είχε καταργηθεί η θανατική ποινή, έπεσε στα χέρια των πολιορκητών της στις 3 Ιουλίου 1849. Το ζεύγος Γκαριμπάλντι, μαζί με τους επιζήσαντες «ερυθροχίτωνες» και 4.000 ακόμη δημοκράτες υποχρεώθηκαν σε απελπισμένη φυγή προς τον βορρά, προσπαθώντας να φθάσουν στην εξεγερμένη Βενετία. Στην τελευταία συνέλευση των επαναστατών, ο Γκαρίμπάλντι είχε δηλώσει ότι όπου και να πάνε, η ελεύθερη Ρώμη θα βρίσκεται μαζί τους («Dovunque saremo, colà sarà Roma»).

Μετά από μία επική πορεία, ο Γκαριμπάλντι και οι 300 περίπου άνδρες που του είχαν απομείνει, βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στο Σαν Μαρίνο, όπου πάρα πολλοί λιποτάκτησαν («η εντυπωσιακή παρουσία της Αμερικανής αμαζόνας δεν στάθηκε ικανή στο Σαν Μαρίνο να τους σταματήσει. Η λέξη "δειλοί!" που τους φώναξε με περιφρόνηση, χάθηκε στον αέρα και δεν τραυμάτισε τα αυτιά των ανδρών που είχαν χάσει την ψυχή τους» θα γράψει αργότερα ο Γκαριμπάλντι στα απομνημονεύματά του). Η άρρωστη από ελονοσία Ανίτα, έγκυος στο 5ο παιδί τους, πέθανε στις 4 Αυγούστου 1849 στα χέρια του συζύγου της στο Μαντριόλε (Mandriole), κοντά στην Ραβέννα. Το σώμα της τάφηκε βεβιασμένα και αργότερα ξεθάφτηκε από σκυλιά. Ο Γκαριμπάλντι κράτησε μέσα στην καρδιά του για όλο τον υπόλοιπο βίο του την αδικοχαμένη σύντροφό του. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1860, θα φορέσει το ριγέ κασκόλ της Ανίτας όταν θα χαιρετίσει στο Τεάνο τον Βίκτορα Εμμανουήλ τον Β (Vittorio Emanuele Maria Alberto Eugenio Ferdinando Tommaso, 1820 – 1878) ως βασιλιά της ενωμένης πια Ιταλίας.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΟΡΙΑ


Ο Γκαριμπάλντι έφτασε τελικά στο Πορτοβενέρε (Portovenere), που ανήκε στο Πεδεμόντιο, αλλά οι αρχές του δήλωσαν ότι είναι ανεπιθύμητος και πρέπει να εγκαταλείψει την επικράτεια του βασιλείου. Εξόριστος για μία ακόμη φορά, αναζήτησε καταφύγιο στην Ταγγέρη (Tangier) του Μαρόκου, στο σπίτι του πλούσιου Ιταλού εμπόρου Καρπανέτο (Francesco Carpanetto) και έγραψε την πρώτη έκδοση των απομνημονευμάτων του, και εν συνεχεία, μετά από 7 μήνες, στην Νέα Υόρκη (όπου έφθασε στις 30 Ιουλίου 1850). Στην Νέα Υόρκη εργάστηκε στο εργοστάσιο κεριού του ομοεθνούς του εφευρέτη Αντόνιο Μεούτσι (Antonio Santi Giuseppe Meucci, 1808 - 1889), από την άνοιξη του 1851 ακολούθησε τον Καρπανέτο σε ένα επαγγελματικό ταξίδι του στην Νικαράγουα και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην Λίμα του Περού προσλήφθηκε καπετάνιος στο εμπορικό πλοίο «Κάρμεν» («Carmen») του επίσης ομοεθνούς του Πιέτρο Ντενέγκρι (Pietro Denegri).

Στο Περού γνώρισε και την ερωμένη του Μπολιβάρ (Simón Bolívar, 1783 - 1830) και επαναστάτρια ηρωϊδα Μανουέλα Σάενζ (Doña Manuela Sáenz, 1795 – 1856, την λεγόμενη «Libertadora del Libertador»). Μετά από πολλά υπερπόντια ταξίδια, τελικά ο Γκαριμπάλντι επέστρεψε στην Ιταλία, στο λιμάνι της Γένοβας, στις 10 Μαϊου 1854.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Χρησιμοποιώντας την κληρονομιά από τον θάνατο του αδελφού του, ο Γκαριμπάλντι αγόρασε το 1855 την μισή έκταση του νησιού Καπρέρα (Caprera, στα βόρεια της Σαρδηνίας) και αφιερώθηκε για λίγα χρόνια στην γεωργία, με μόνη διακοπή το 1856 που ταξίδεψε στην Αγγλία για οργάνωση μιας επιχείρησης απελευθέρωσης πολιτικών κρατουμένων στην Νάπολη, η οποία όμως ναυάγησε. Η περίοδος της ησυχίας του έσπασε ξανά το 1858 όταν ο πρωθυπουργός του βασιλείου του Πεδεμοντίου Καβούρ (Camillo Paolo Filippo Giulio Benso, κόμης του Cavour, 1810 - 1861) τον κάλεσε στο Τορίνο για να οργανώσει, με τον βαθμό του στρατηγού, ένα σώμα εθελοντών για τον επικείμενο πόλεμο με τους Αυστριακούς. Ήδη ο Γκαριμπάλντι είχε αποστασιοποιηθεί από την αυστηρά δημοκρατική κατεύθυνση του Ματσίνι στον αγώνα για απελευθέρωση της Ιταλίας, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να την πετύχει πιο σίγουρα η μοναρχία του Πεδομοντίου.
Το σώμα των εθελοντών, που πήρε την ονομασία «Κυνηγοί των Άλπεων» («Cacciatori delle Alpi»), ήταν έτοιμο τον Απρίλιο του 1859, όσο χρειάστηκε για να προλάβει την κήρυξη του λεγόμενου «Δεύτερου Πολέμου για την Ανεξαρτησία» (29 Απριλίου 1859 – 11 Ιουλίου 1859).

Τον Μάϊο ο Γκαριμπάλντι με τους εθελοντές του κατέλαβαν το Βαρέζε (Varese) και το Κόμο (Como) και μετά την λήξη του πολέμου του παραχωρήθηκε η διοίκηση του στρατού της Τοσκάνης, από την οποία όμως παραιτήθηκε όταν του υψώθηκαν σαφείς απαγορεύσεις στο σχέδιό του να βαδίσει εναντίον των παπικών κρατιδίων και της ίδιας της Ρώμης, ενώ τον Απρίλιο του 1860, ως βουλευτής της Νίκαιας στο κοινοβούλιο του Πεδεμοντίου στο Τορίνο, ήλθε σε ανοικτή ρήξη με τον Καβούρ που είχε παραχωρήσει την πόλη της Νίκαιας και την γύρω περιοχή στον Γάλλο αυτοκράτορα.

Η «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΙΛΙΩΝ»

Στις 11 Μαϊου 1860 ο Γκαριμπάλντι αποβιβάστηκε στην Μαρσάλα (Marsala) της δυτικής Σικελίας επικεφαλής χιλίων βορειοϊταλών εθελοντών «ερυθροχιτώνων», από τους οποίους και ονομάστηκε η εκστρατεία εκείνη «επιχείρηση των Χιλίων Ερυθροχιτώνων» («Spedizione dei Mille»). Ανάμεσα στους «ερυθροχίτωνές» του ήταν και ο διάσημος αναρχικός και πατριώτης Αμιλκάρε Τσιπριάνι (Amilcare Cipriani, 1844 – 1918).

Κάποιοι ιστορικοί έχουν εκφράσει την πιθανότητα ο Γκαριμπάλντι να εξωθήθηκε στην εκστρατεία εκείνη από τον Καβούρ, ο οποίος ήλπιζε σε ήττα και θάνατο του Γκαριμπάλντι.  Έχοντας πάντως πληθύνει τον στρατό του σε 1.300 άτομα, ενσωματώνοντας ομάδες ντόπιων επαναστατών, ο Γκαριμπάλντι αντιμετώπισε στις 15 Μαϊου 2.000 στρατιώτες της ναπολιτάνικης μοναρχίας στον λόφο Pianto Romano του Καλαταφίμι (Calatafimi) με το σύνθημα «Qui si fa l’ Italia o si muore!» («Εδώ φτιάχνουμε την Ιταλία ή πεθαίνουμε!») και πέτυχε την πρώτη νίκη της εκστρατείας του. Την επόμενη ημέρα της νίκης του, ο Γκαριμπάλντι αυτοανακηρύχθηκε δικτάτορας της Σικελίας εν ονόματι του «βασιλιά της Ιταλίας Βίκτορα Εμμανουήλ του Β».

Από τις 27 Μαϊου άρχισε να πολιορκεί την πρωτεύουσα Παλέρμο (Palermo), μέσα στο οποίο εξεγέρθηκαν πολλοί ομοϊδεάτες του και 2.000 απελευθερωμένοι από τις φυλακές, αλλ’ αντιμετωπίστηκαν από τους υπό τον γηραιό στρατηγό Φερντινάντο Λάντζα (Ferdinando Lanza) 16.000 ναπολιτάνους μοναρχικούς στρατιώτες με ανηλεή κανονιοβολισμό που γκρέμισε σχεδόν την μισή πόλη και σκότωσε περισσότερους από 600 εξεγερμένους. Στις 29 Μαϊου 1860 η πόλη έπεσε στα χέρια των «ερυθροχιτώνων», που 6 εβδομάδες αργότερα, ενισχυμένοι με νέους εθελοντές σε έναν πολυάριθμο πια στρατό, τον «Νότιο Στρατό» («Esercito Meridionale»), προήλασαν προς την τελευταία πόλη της Σικελίας, την Μεσσήνη (Messina), που και εκείνη έπεσε στα χέρια τους στις 26 Ιουλίου, λίγες μόλις ημέρες μετά από την νέα νίκη τους, στις 20 Ιουλίου, στην αιματηρή μάχη του Μιλάτσο (Milazzo).


Παρά τις αυστηρές διαταγές του Καβούρ να μην περάσει το στενό της Μεσσήνης, ο Γκαριμπάλντι, που τελικό σκοπό της εκστρατείας του είχε την κατάληψη της Ρώμης και την εκδίωξη του Πάπα, πέρασε στις 19 Αυγούστου τον στρατό του στην Καλαβρία, στην οποία βρίσκονταν περίπου 20.000 στρατιώτες της ναπολιτάνικης μοναρχίας και στις 21 του μήνα κατέλαβε, με πολλές ωστόσο απώλειες, το Ρήγιο (Reggio Calabria). Στην προέλαση προς τα βόρεια, η αντίσταση των μοναρχικών άρχισε να κάμπτεται και μέχρι τα τέλη του Αυγούστου αρκετά σώματα στρατού είτε διαλύθηκαν από τις λιποταξίες, είτε προσχώρησαν στους «ερυθροχίτωνες».

Πανικόβλητος ο βασιλιάς Φραγκίσκος ο Β εγκατέλειψε την Νάπολη, στην οποία ο Γκαριμπάλντι μπήκε πανηγυρικά (επάνω σε ένα τραίνο!) στις 7 Σεπτεμβρίου 1860, χαιρετιζόμενος από τον λαό ως απελευθερωτής. Ακριβώς δύο μήνες αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου, και αφού ο βουρβονικός στρατός είχε ήδη ηττηθεί στην διήμερη (1 και 2 Οκτωβρίου 1860) μάχη του


Ο Γκαριμπάλντι στη Νάπολη

Βολτούρνους (Volturnus), μπήκε στην Νάπολη δίπλα στον Γκαριμπάλντι, ως βασιλιάς της ενωμένης πια Ιταλίας, και ο Βίκτωρ Εμμανουήλ. Το όραμμα του «Risorgimento», το νέο «Βασίλειο της Ιταλίας» («Regno d’ Italia») ιδρύθηκε επίσημα τον Μάρτιο του 1861.

Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΡΩΜΗ

Από όλη την Ιταλία είχε μείνει στο παλαιό καθεστώς μόνο η Ρώμη. Το σχέδιο του Γκαριμπάλντι να βαδίσει και εναντίον της φάνηκε να ματαιώνεται, αφού ο Βίκτωρ Εμμανουήλ δεν ήθελε να έλθει σε σύγκρουση με την Γαλλία, η παλινορθωμένη μοναρχία της οποίας είχε υπό την προστασία της την έδρα του Πάπα. Ο Γκαριμπάλντι αποσύρθηκε στην Καπρέρα, αφού προηγουμένως αρνήθηκε κάθε αμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα του Ιταλία. Οι περισσότεροι Ιταλοί της εποχής πίστεψαν ότι ο μεγάλος πατριώτης είχε όντως αποσυρθεί, όμως στην πραγματικότητα εκείνος απλώς προετοίμαζε την δεύτερη απόπειρά του για επίθεση εναντίον της Ρώμης. Τον Απρίλιο του 1861 εξαπέλυσε πάντως στο κοινοβούλιο μία ακόμη πολιτική επίθεση κατά του Καβούρ «για την αχαριστία του προς τους εθελοντές αγωνιστές», ενώ τον Ιούλιο ο Αμερικανός πρόεδρος Λίνκολν θα δεχθεί εντονότατες διαμαρτυρίες του Βατικανού με αφορμή μία πρότασή του προς τον Γκαριμπάλντι ν’ αναλάβει στρατηγός στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο.

Ο ενοχλητικός για τους παπικούς Γκαριμπάλντι χρησιμοποίησε όλο σχεδόν το 1861 για να οργανώσει μία «διεθνή λεγεώνα», αποτελούμενη κυρίως από Γάλλους, Ελβετούς, Πολωνούς και Γερμανούς εθελοντές, για την απελευθέρωση ολόκληρης της Ιταλίας αλλά και των άλλων εθνικών πατρίδων. Καταστατική αρχή του εθελοντικού αυτού σώματος ήταν τα μέλη του να σπεύδουν και να μάχoνται στο πλευρό όλων όσων αγωνίζονται υπέρ της ελευθερίας και ενάντια σε τυράννους. Κατά τον Γκαριμπάλντι, τα έθνη πρέπει να είναι ελεύθερα, όχι όμως για ν’ αλληλοσπαράσσονται αλλά για ν’ αποτελούν τα υγιή και οργανικά τμήματα μιας πανανθρώπινης αδελφότητας, με κοινή τους θρησκευτική πράξη την υπηρεσία προς την Αλήθεια και την Λογική. Υπό το σύνθημα «Ελεύθεροι από τις Άλπεις έως την Αδριατική», ο Γκαριμπάλντι κήρυξε πόλεμο στην υπό τον Πάπα Ρώμη και την υπό τους Αυστριακούς Βενετία που ακόμα έστεκαν ως σύμβολα της θεοκρατίας, της αντίδρασης και της ξένης επικυριαρχίας. Αντίθετα από τον Ματσίνι όμως, δεν πίεζε για υποχρεωτική επιβολή δημοκρατιών, αλλά αρκείτο στο να δει την Ιταλία ως ενωμένο βασίλειο υπό τον Βίκτορα Εμμανουήλ.

Τον Ιούνιο του 1862 ξεκίνησε με τους «ερυθροχίτωνές» του από την Γένοβα, αποβιβάστηκε στο Παλέρμο και με το σύνθημα «Ρώμη ή θάνατος» («Roma o Morte») αναζήτησε και βρήκε πολλές εκατοντάδες εθελοντές. Επικεφαλής 2.000 ανδρών προσπάθησε να περάσει στην Καλαβρία από την Μεσσήνη, εμποδίστηκε από τον στρατό του Βίκτορα Εμμανουήλ, στράφηκε στην Κατάνια (Catania), όπου ορκίστηκε στους οπαδούς του ότι ή θα καταλάβει την Ρώμη ή θα σκοτωθεί έξω από τα τείχη της, και από εκεί έκανε απόβαση στην Καλαβρία στις 14 Αυγούστου 1862. Καθώς όμως διέσχιζε το βουνό Ασπρομόντε (Aspromonte), βρήκε στις 29 Αυγούστου να του κλείνει τον δρόμο ένα ολόκληρο σύνταγμα του στρατού του Βίκτορα Εμμανουήλ, που πυροβόλησε πρώτο προς τους «ερυθροχίτωνες», σκοτώνοντας μερικούς από αυτούς. Μη θέλοντας να  πολεμήσει με τον στρατό του ενωμένου βασιλείου που ουσιαστικά ο ίδιος είχε δημιουργήσει, ο Γκαριμπάλντι διέταξε τους άνδρες του να μην ανταποδώσουν τα πυρά. Εκατοντάδες «ερυθροχίτωνες» πιάστηκαν αιχμάλωτοι, καθώς και ο ίδιος ο Γκαριμπάλντι που είχε τραυματιστεί στο πόδι.

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Ο Γκαριμπάλντι έμεινε στην φυλακή «Varignano» κοντά στην La Spezia μέχρι τον Οκτώβριο του 1862, οπότε και αμνηστεύθηκε από τον βασιλιά. Επέστρεψε στην Καπρέρα και απογοητευμένος πια από το όνειρο της απελευθέρωσης μέσω της μοναρχίας, παραιτήθηκε το 1863 και από το κοινοβούλιο του Τορίνο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Σικελία.


Τον Απρίλιο του 1864 πάντως έτυχε θερμότατης τόσο επίσημης όσο και λαϊκής υποδοχής στην Αγγλία, όπου συνάντησε τον πρωθυπουργό Πάλμερσον (Henry John Temple – Palmerston, 1784 - 1865), αλλά και διάφορους εξόριστους επαναστάτες που είχαν καταφύγει στο Λονδίνο. Το Λονδίνο παρέλυσε επί τρεις ημέρες λόγω των λαϊκών εκδηλώσεων προς τιμή του, ενώ στους δρόμους τραγουδιόταν το αυτοσχέδιο άσμα «θα πάρουμε σχοινί, τον Πάπα να κρεμάσουμε, ζήτω ο Γκαριμπάλντι». Τελικά όμως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να πραγματοποιήσει την περιοδεία σε 40 πόλεις και κωμοπόλεις που τον είχαν προσκαλέσει να τις επισκεφθεί, όταν ο υπουργός οικονομικών Γλάδστον (William Ewart Gladstone, 1809 - 1898), υπό τις διπλωματικές πιέσεις των μοναρχιών της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας, του μετέδωσε διακριτικά πλην όμως με σαφήνεια ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την χώρα. Την μεγαλύτερη αναστάτωση προκάλεσε η πρόποσή του σε ένα δείπνο με δεκάδες εξόριστους επαναστάτες, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο Ματσίνι: «υπήρξα τυχερός στην ζωή μου να συναντήσω νέος έναν πολύ σπουδαίο άνδρα. Έναν άνδρα που μόνο εκείνος ξαγρυπνούσε όταν όλοι οι άλλοι γύρω του κοιμόντουσαν, έναν άνδρα που μονάχος του τροφοδοτούσε την ιερή φλόγα. Από τότε παρέμεινε φίλος μου, παντοτινά γεμάτος από αγάπη για την πατρίδα του και από αφοσίωση στην υπόθεση της ελευθερίας. Αυτός ο άνδρας είναι ο Τζιουζέπε Ματσίνι. Στην υγεία του φίλου και δασκάλου μου!».

Εκείνη την εποχή ο Γκαριμπάλντι οραμματιζόταν την απελευθέρωση όλων των υπόδουλων εθνών της Ευρώπης, λ.χ. των Κροατών, των Ελλήνων του Βορρά, των Ούγγρων, κ.ά. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1864, στην διάρκεια του «Συνεδρίου για την Ειρήνη» που πραγματοποιήθηκε στο «Παλαί Ελεκτοράλ» («Palais Electoral’) της Γενεύης, εκφώνησε μια ιστορική ομιλία του

επικαλούμενος την παγκόσμια Αδελφοσύνη και πρότεινε λύσεις αρμονικής συνεργασίας των διαφόρων εθνών. Όντας από την νεότητά του τέκτονας, εξελέγη επίσης Μέγας Διδάσκαλος στην ιδρυθείσα το 1805 «Μεγάλη Ανατολή» της Ιταλίας («Grande Oriente d’ Italia», GOI) από τον Μάϊο έως τον Αύγουστο του 1864.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Το 1866 ηγήθηκε μαζί με τους υιούς του Μενότι και Ριτσιότι ενός ακόμη σώματος 40.000 εθελοντών με την καθιερωμένη ονομασία «Κυνηγοί των Άλπεων», στον καινούργιο πόλεμο της Ιταλίας με την Αυστρουγγαρία, τον λεγόμενο «Τρίτο Πόλεμο για την Ανεξαρτησία» (23 Ιουνίου – 12 Αυγούστου 1866), που κατέληξε στην ένταξη και της Βενετίας στην ενωμένη Ιταλία.

Με ανανεωμένο το επαναστατικό του φρόνημα και χωρίς την έγκριση του Βίκτορα Εμμανουήλ, ο Γκαριμπάλντι, έχοντας τώρα μαζί του και τους δύο του υιούς, έκανε την επόμενη χρονιά μία ακόμα προσπάθεια να κυριεύσει την Ρώμη και ν’ ανατρέψει τον Πάπα, αρχίζοντας από μία τολμηρή διακήρυξή του στις 9 Σεπτεμβρίου 1867 σε ένα συνέδριο της Γενεύης, στην οποία η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καταγγελλόταν ως «η πιο επικίνδυνη από όλες τις μυστικές εταιρείες… άρνηση του Θεού… ντροπή και πανούκλα της Ιταλίας».

Έχοντας συλληφθεί από την αστυνομία του Βίκτορα Εμμανουήλ στις 22 Σεπτεμβρίου 1867 και τεθεί σε περιορισμό στην Καπρέρα για να μην εκθέσει την χώρα σε κίνδυνο πολέμου με την Γαλλία, δραπέτευσε με βάρκα, συγκέντρωσε περίπου 7.500 εθελοντές «ερυθροχίτωνες» και από την Τοσκάνη εισήλθε στα μέσα Οκτωβρίου στο Λάτιο, νικώντας μάλιστα τα παπικά στρατεύματα στο Μόντε Pοτόντο (Monte Rotondo) στις 25 Οκτωβρίου. Η πορεία του όμως προς την Ρώμη ανακόπηκε τελικά στις 3 Νοεμβρίου στην Μεντάνα (Mentana) από τις παπικές και οπλισμένες με τελευταίου τύπου τουφέκια γαλλικές μοναρχικές δυνάμεις που κατανίκησαν τους «ερυθροχίτωνές» του. Από τους εθελοντές του περίπου 1.200 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά και περίπου 1.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι περίπου 5.300 διασωθέντες υποχώρησαν άτακτα προς τα σύνορα του ιταλικού βασιλείου, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα το μνημείο «Ara dei Caduti» («Βωμός των Πεσόντων») θα υψωθεί επάνω από τους μαζικούς τάφους των πατριωτών που έπεσαν στην φονική εκείνη μάχη.



Η φονική μάχη της Μεντάνα
Ούτως ή άλλως, η εκστρατεία του Γκαριμπάλντι («Campagna dell’ Agro romano per la liberazione di Roma») είχε εναντίον της και τον στρατό του Βίκτορα Εμμανουήλ που είχε ήδη περάσει στην παπική επικράτεια και κυνηγούσε τον ανεξέλεγκτο επαναστάτη για να τον σταματήσει. Μερικές ημέρες πάντως πριν την πανωλεθρία στην Μεντάνα, στις 22 Οκτωβρίου 1867, ένα μικρό σώμα 70 μόλις «ερυθροχιτώνων» υπό τους ηρωϊκούς αδελφούς Καϊρόλι (Enrico, 1840 - 1867 και Giovanni Cairoli, 1841 - 1869), έκανε μία τολμηρή απόπειρα κατάληψης της Ρώμης, πλέοντας από τα βόρεια στον Τίβερη, με ταυτόχρονη στάση των εντός της πόλης πατριωτών που κατόρθωσαν να κυριεύσουν τον λόφο του Καπιτωλίου και την Πιάτσα Κολόνα (Piazza Colonna). Η στάση κατεστάλη όμως στο μεγαλύτερο τμήμα της ενώ ακόμα οι «ερυθροχίτωνες» έπλεαν κοντά στην Βίλα Γκλόρι (Villa Glori) και μετά από λίγο δέχθηκαν τα πυρά 300 περίπου παπικών «Ελβετών φρουρών» («Svizzeri») και η επιχείρηση απέτυχε. Οι

περισσότεροι «ερυθροχίτωνες» σκοτώθηκαν, ενώ ο Ενρίκο Καϊρόλι τραυματίστηκε θανάσιμα και ξεψύχησε στα χέρια του επίσης σοβαρά τραυματισμένου αδελφού του Τζιοβάνι. Οι τελευταίοι στασιαστές πατριώτες που κατείχαν την περιοχή Τραστεβέρε (Trastevere) πιάστηκαν στις 25 Οκτωβρίου και εκτελέστηκαν μετά από λίγους μήνες.

Ο τραυματισμένος στο πόδι Γκαριμπάλντι γνώρισε για μία ακόμη φορά τις φυλακές του βασιλείου της Ιταλίας, αλλά για μία ακόμη φορά αμνηστεύθηκε και αποσύρθηκε στο νησί του, όπου από το 1867 έως και το 1873 συνέγραψε τρία μυθιστορήματα, τα «Clelia» ή «Il governo dei preti», «Cantoni il volontario» και «I Mille».

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Όταν τον Ιούλιο του 1870 ξέσπασε ο Γαλλο-πρωσικός Πόλεμος, πολλοί Ιταλοί πατριώτες κατετάγησαν ως εθελοντές με την πλευρά των Πρώσων από αντίδραση στην υποστήριξη της γαλλικής μοναρχίας στην παπική Ρώμη και όταν τελικά η γαλλική φρουρά αποσύρθηκε από την πόλη, ο ιταλικός στρατός την κυρίευσε και την μετέτρεψε σε πρωτεύουσα του κράτους. Ο σκληρός πάπας Πίος 19ος , που είχε ζητήσει από τους Αυστριακούς να στήσουν καρμανιόλα για δημόσιες καρατομήσεις των δημοκρατικών και πατριωτών, και εκείνο το έτος μάλιστα (1870) είχε κηρύξει «αλάθητο» τον εκάστοτε επικεφαλής της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είχε τώρα ανεπανόρθωτα ταπεινωθεί και από τότε έως και τις ημέρες μας η εξουσία των θεοκρατών θα περιορίζεται στον γεωγραφικό χώρο του Βατικανού, τον οποίο ωστόσο το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι προήγαγε σε «κράτος» στις 11 Φεβρουαρίου 1929 με την σκανδαλώδη συνθήκη του Λατερανού («Trattato del Laterano»), την οποία δυστυχώς ενσωμάτωσε το 1947 στο σύνταγμά του και τηρεί έκτοτε το ιταλικό κράτος. Η κατάληψη της Ρώμης έγινε δυστυχώς ερήμην του μεγάλου αντι-παπικού αγωνιστή που ζούσε πια στρατιωτικά παροπλισμένος στην Καπρέρα.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1870 ωστόσο, τρεις ημέρες μετά την παρισινή επανάσταση του Σεπτεμβρίου, ο Γκαριμπάλντι ανακοίνωσε επίσημα την υποστήριξή του στην Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, έφυγε για την Γαλλία τον Νοέμβριο, έθεσε στην διάθεση της γαλλικής κυβέρνησης τον εαυτό του («ό,τι έχει απομείνει από εμένα» είπε χαρακτηριστικά) και μάλιστα ηγήθηκε με τους δύο υιούς του Μενότι και Ριτσιότι ενός εθελοντικού σώματος αλλοδαπών, του λεγόμενου «L’ armée des Vosges», που ποτέ δεν νικήθηκε από τους Πρώσους, επί των οποίων αντίθετα πέτυχε σαρωτικές νίκες στο Châtillon και την Dijon.



Ο Γκαριμπάλντι το 1881
Όταν το Παρίσι παραδόθηκε στους Πρώσους, διέλυσε τον στρατό των εθελοντών και επέστρεψε στην Καπρέρα τον Μάρτιο του 1871 λίγο πριν το ξέσπασμα της «Κομμούνας του Παρισιού», η οποία μάλιστα του πρότεινε ν’ αναλάβει την ηγεσία της, αλλ’ εκείνος αρνήθηκε.

Το 1871 ίδρυσε την πρώτη φιλοζωϊκή οργάνωση της Ιταλίας, την «La Regia società torinese protettrice degli animali», ενώ τον Απρίλιο του 1879 ίδρυσε την «Λίγκα για την Δημοκρατία» («Lega della Democrazia») με πολιτικό πρόγραμμα την εθνικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, την χειραφέτηση των γυναικών, πολιτικά δικαιώματα για όλους, κ.ά., με εξαίρεση όμως κάποια ταξίδια του στην Καλαβρία και την Σικελία κατά κανόνα παρέμενε στην Καπρέρα, συνήθως μάλιστα κλινήρης λόγω αρθρίτιδας. Το 1880 νυμφεύθηκε την από 14ετίας σύντροφό του Φρατσέσκα Αρμοσίνο (Francesca Armosino, 1846 - 1923), με την οποία ήδη είχε αποκτήσει τρία ακόμη τέκνα, την Κλέλια (Clelia, γεν. 1867), την Ρόζα (Rosa, γεν. 1869) και τον Μάνλιο (Manlio, γεν. 1873).     

Ο Γκαριμπάλντι πέθανε στις 2 Ιουνίου 1882 στο νησί Καπρέρα, σε ηλικία 74 ετών. Πέθανε ατενίζοντας από το κρεβάτι του την απεραντοσύνη της θάλασσας που τόσο πολύ αγαπούσε. Αν και είχε ζητήσει να αποτεφρωθεί, τάφηκε στο κτήμα του, όπου αργότερα θα θάβονταν και η τελευταία σύζυγός του και μερικά από τα τέκνα του.

Πέντε πλοία του πολεμικού ναυτικού της Ιταλίας πήραν έως σήμερα το όνομά του, ενώ δεκάδες ανδριάντες του υπάρχουν τόσο στην Ευρώπη όσο και την Αμερική. Πιο ενδιαφέρων είναι εκείνος στον Τζιανίκολο λόφο της Ρώμης, όπου ο έφιππος επαναστάτης κοίταζε προς την κατεύθυνση του Βατικανού μέχρι το 1929 που με την συνθήκη του Λατερανού οι θεοκράτες ζήτησαν από το φασιστικό καθεστώς να αλλάξει τον πολύ ενοχλητικό, σε συμβολικό επίπεδο, προσανατολισμό του.

Ο μεγάλος επαναστάτης υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός και στην Ελλάδα, όπου η είδηση του θανάτου του προξένησε μεγάλη θλίψη. Σώμα «ερυθροχιτώνων» οπαδών του είχε πολεμήσει στον αγώνα των Κρητών το 1866, ενώ «Γαριβαλδινοί» ή «Γαριβάλδηδες» ονομάστηκαν προς τιμήν του οι περίπου 800 φιλέλληνες Ιταλοί που, υπό τον νεότερο υιό του Ριτσιότι Γκαριμπάλντι και τον αναρχικό Αμιλκάρε Τσιπριάνι, πολέμησαν με την πλευρά του ελληνικού στρατού κατά τον «Ελληνοτουρκικό Πόλεμο» του 1897 στις  μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού. «Γαριβαλδινοί» ονομάστηκαν επίσης οι Έλληνες και φιλέλληνες «ερυθροχίτωνες» εθελοντές του 1912 («Α' Βαλκανικός Πόλεμος») υπό τους Λορέντζο Μαβίλη, Αλέξανδρο Ρώμα και τον εγγονό του Γκαριμπάλντι Τζιουζέπε Πεπίνο.



Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2011



ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

«Clelia» ή «Il governo dei preti», 1867, μυθιστόρημα

«Cantoni il volontario», 1870, μυθιστόρημα

«I Mille», 1873, μυθιστόρημα

«Memoirs», μετά θάνατον, 1889


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Jean Burton, «Garibaldi: Knight of Liberty», New York, 1945

Giovanni Battista Cuneo, «Biografia di Giuseppe Garibaldi», Torino, 1850

Marcia Davenport, «Garibaldi: Father of Modern Italy», New York, 1957

Derek Edward - Dawson Beales - Eugenio F. Biagini, «The Risorgimento and the unification of Italy», London, 2002

Christopher Hibbert, «Garibaldi: Hero of Italian Unification», New York, 2008

John Parris, «The Lion of Caprera: A biography of Giuseppe Garibaldi», London, 1962

George Macaulay Trevelyan, «Garibaldi and the Thousand», London, 1909

George Macaulay Trevelyan, «Garibaldi and the Making of Italy», London, 1911

Denis Mack Smith, «Cavour and Garibaldi, 1860: A Study in Political Conflict», London, 1954

Denis Mack Smith, «Garibaldi: A Great Life in Brief», London, 1956

Lucy Riall, «The Italian Risorgimento: State, Society and National Unification», London, 1994

Lucy Riall, «Garibaldi: Invention of a Hero», New Haven, 2007

Joseph Ridley, «Garibaldi», New York, 1976








 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ