Λουϊ Μενάρ

(Louis - Nicolas Menard, Παρίσι, 19 Οκτωβρίου 1822 – Παρίσι, 9 Φεβρουαρίου 1901)

Γάλλος ποιητής, πεζογράφος, φιλόσοφος, ζωγράφος, χημικός (ανακάλυψε το εκρηκτικό κολλόδιον), ιστορικός και μυθογράφος, κύριος εμπνευστής του ρεύματος των «Παρνασσιστών».



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ – ΣΠΟΥΔΕΣ

Η μητέρα του καταγόταν από γένος ευγενών και ο πατέρας του ήταν τραπεζίτης και βιβλιοπώλης. Αποφοίτησε από το κολέγιο «College Louis-le-Grand» και το 1842 μπήκε στην περίφημη «Ecole Normale Superieure», η οποία για πολλά έτη υπήρξε το φυτώριο των μεγαλυτέρων πνευμάτων της γαλλικής διανόησης, αλλά σύντομα την εγκατέλειψε εξ αιτίας της υπερβολικής αυστηρότητάς της.  

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ

Αφιερώθηκε στην μελέτη και την συγγραφή και μετέτρεψε το σπίτι του στην Πλατεία Σορβόννης σε χώρο συγκέντρωσης διανοουμένων και ποιητών, εκεί μάλιστα πρωτοδιαβάσθηκαν από τον ίδιο τον Μπωντλαίρ τα πρώτα ποιήματα της γνωστής συλλογής «Τα Άνθη Του Κακού». Το 1843 δημοσίευσε υπό το ψευδώνυμο «L. de Senneville» μία μετάφραση του «Προμηθέως Λυομένου» («Promethee delivre»), ενώ το 1846 η ενασχόλησή του με την Χημεία τον οδήγησε στην ανακάλυψη του κολλόδιου (collodion), του οποίου η αξία όμως αναγνωρίστηκε πολύ αργότερα, με την χρήση του στην χειρουργική και την φωτογραφία. 

Ο πολύπλευρος νεαρός Μενάρ (στον οποίο η φίλη του Juliette Lambert έλεγε ότι έβλεπε να συνυπάρχουν... 5 με 6 πρόσωπα!) συμμετείχε στην μεγάλη παρισινή εξέγερση του 1848, συνεργάσθηκε με τον αναρχικό Προυντόν στην έκδοση της εφημερίδος του τελευταίου και το επόμενο έτος καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 15 μηνών για το βιβλίο του «Πρόλογος Μίας Επανάστασης» («Prologue d' une revolution»). Για να αποφύγει την φυλάκιση, κατέφυγε στο Λονδίνο και μετά στις Βρυξέλλες, όπου συναναστράφηκε με τους διεθνείς επαναστάτες της εποχής, μέχρι το 1852, όταν μία πολιτική αμνηστία τού επέτρεψε να γυρίσει στο Παρίσι. Έκτοτε ο Μενάρ εγκατέλειψε την επαναστατική δράση και αφιερώθηκε στην μελέτη και συγγραφή σχετικά με τον Αρχαίο Κόσμο και κυρίως σχετικά με την Αρχαία Ελλάδα, την οποία αποκαλούσε «Πνευματική Μητέρα του Ανθρώπου».   



Πάνω: οι "Ονειροπολήσεις" του Μενάρ στα Ελλήνικά

Δεξιά: το «Πρόλογος Μίας Επανάστασης» με τσιτάτο του Ροβεσπιέρου.


ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

Το 1855 εξέδωσε ποίησή του («Poemes») και το 1859 κατέθεσε στα αρχαία ελληνικά τις διδακτορικές του διατριβές «Η Ιερή Ελληνική Ποίηση» («De sacra poesi graecorum») και «Η Ηθική Προ Των Φιλοσόφων» («La Morale avant les philosophes») και από τον επόμενο χρόνο προχώρησε σε συγγραφή και έκδοση αλλεπάλληλων βιβλίων του με θέμα αποκλειστικά αρχαιοελληνικό και κορυφαίο όλων το περίφημο «Ο Ελληνικός Πολυθεϊσμός» («Du Polytheisme Ηellenique, 1863»). Εκεί, ο Μενάρ αναλύει και εξυμνεί τον πολυθεϊσμό των Ελλήνων, ως την ευγενέστερη και ανώτατη στιγμή της προσπάθειας του ανθρώπου να προσεγγίσει το Θείο, να κάνει δηλαδή θεολογία και λατρευτική πράξη. Στο ίδιο βιβλίο, ο Μενάρ αποδίδει την ελευθεροπρεπή θέσμιση των κοινωνιών των Ελλήνων στην ιδιαίτερη κοσμοθέασή τους και ειδικά στην εικόνα που είχαν σχηματίσει για τον Κόσμο των Αθανάτων, εξαπολύει επίσης μία σφοδρότατη επίθεση κατά των θεωριών των λεγόμενων «ευημεριστών», οι οποίοι, ως γνωστόν,  

συντέλεσαν σημαντικά στην αποϊεροποίηση της Θρησκείας των Ολυμπίων, αρκετά πριν την καταστρέψουν δια πυρός και σιδήρου οι εκχριστιανισμένοι Ρωμαίοι της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) του Βοσπόρου. 

Μέχρι τον θάνατό του, στις 9 Φεβρουαρίου 1901, ο Μενάρ συνέγραψε βιβλία και άρθρα υπέρ της αρχαίας Θρησκείας των Ελλήνων στην οποία και θρησκευόταν εμπράκτως με έναν μικρό κύκλο φίλων και συγγενών (αναφέρονται ρητώς οι ανεψιοί του). Μετά από έναν σύντομο γάμο το 1875 με μία κατά 34 χρόνια νεώτερή του γυναίκα, δημοσίευσε το 1876 του «μυητικό» βιβλίο του «Ονειροπολήσεις ενός μυστικιστή ειδωλολάτρη» («Reveries d' un Paien Mystique»), διορίστηκε το 1887 καθηγητής στην «Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών» («Ecole des Arts Decoratifs») και εν συνεχεία αφοσιώθηκε από το 1889 στη διδασκαλία του Ελληνικού Πολυθεϊσμού στην «Έδρα Ανωτέρας Λαϊκής Εκπαιδεύσεως» του Δημαρχείου των Παρισίων. 

Παρά το ότι όμως υπήρξε πνευματικό σύμβολο για πολλές προσωπικότητες της εποχής εκείνης (λ.χ. για τον Clemenceau με μεγάλη επιρροή στο έργο του «Le Grand Pan», για τους φιλέλληνες Rierre Quillard και Barres μαζί με τους οποίους διέγειραν το φιλελληνικό αίσθημα των Γάλλων κατά τον άτυχο πόλεμο του 1897, για τον ποιητή Cheylack και για πολλούς άλλους), τόσο η όλη κατεύθυνση των καιρών που απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από τα φιλάρχαια ιδανικά, όσο και οι πρωτοποριακές του θρησκευτικές και πολιτικές απόψεις, οι οποίες σαφώς δεν ικανοποιούσαν φυσικά κανένα πολιτικό κόμμα της εποχής, τον κράτησαν μακριά από την αναγνώριση των μεγάλων μαζών, ως έναν «meconu reconnu» («παραγνωρισμένος αναγνωρισμένος»), όπως πολύ επιτυχημένα περιέγραψε ο καθηγητής Henri Ρayre.     

Θα πρέπει πάντως ν’ αποσαφηνισθεί πως, σε αντίθεση προς αρκετά πνεύματα της εποχής του (Νίτσε, Ντε Λιλλ, Καρντούτσι, κ.ά.), ο Μενάρ φάνηκε κατά έναν περίεργο τρόπο, ίσως λόγω των σοσιαλιστικών καταβολών του, πολύ ανεκτικός στο πρόσωπο του ιδρυτή του Χριστιανισμού, παρά την κάθετη ρήξη του με τον τελευταίο και απέδιδε επίσης τον αφανισμό της λατρείας των Ολυμπίων όχι τόσο στους γνωστούς φορούντες τα φαιά ιμάτια ναοπυρπολητές των πρώτων χριστιανικών χρόνων, αλλά πολύ νωρίτερα, στους μετασωκρατικούς φιλοσόφους και σοφιστές, οι οποίοι, κατ’ αυτόν, υπέσκαψαν καίρια την ευσέβεια των Ελλήνων.    

Στις 9 Φεβρουαρίου 1901 ο Μενάρ πέθανε μέσα σε μία στωϊκή ηρεμία και λιτότητα, καλώντας τον ψυχοπομπό Ερμή να οδηγήσει την ψυχή του στους ήρεμους τόπους που  αναπαύονται  εδώ και αιώνες οι ψυχές των φωτεινών και υπέροχων αυθεντικών Ελλήνων που τόσο πολύ θαύμασε, τίμησε και ερωτεύθηκε πνευματικά. Ο ίδιος είχε ζητήσει ν’ αποτεφρωθεί και η επιθυμία του αυτή έγινε σεβαστή και επί πλέον κράτησε μακριά τους αδιάκριτους και βεβηλωτές χριστιανούς, που προ 7 ετών είχαν πετύχει την χριστιανική κήδευση του στρατευμένου αντιχριστιανού ποιητή Λεκόντ ντε Λιλλ (Charles Marie Rene Leconte de Lisle, 1818 – 1894), παρά την αντίθετη επιθυμία του ιδίου. Ο νεαρός φίλος του Philippe Berthelot έβαλε στο χέρι του νεκρού φιλέλληνα έναν αθηναϊκό οβολό για να πληρώσει τον «μαύρο βαρκάρη» και ο Henri Roujon διάβασε έναν αντάξιο στο μέγεθος του μεγάλου θανόντος επικήδειο.   


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2010

 
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ


« Promethee delivre» (ως «L. de Senneville», 1843) 
«Prologue d' une revolution» (άνοιξη 1848. Paris, επανεκδόσεις 1849 και 1904)  
«Poemes» (1855, επανέκδοση 1863) 
«De sacra poesi Graecorum» (1859) 
«De la Morale avant les Philosophes» (1860, επανέκδοση 1863)  
«Du Polytheisme Ηellenique» (1863)  
«Hermes Trismegiste, traduction complete, precedee d' une etude sur l' origine des livres hermetiques» (1866, επανέκδοση 1910 και 1925),  
«Catechisme religieux des libres – penseurs» (1875)  
«Reveries d' un Ρaien Μystique» (1876, επανέκδοση 1886, στα ελληνικά «Ονειροπολήσεις ενός μυστικιστού ειδωλολάτρου», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 1999)  
«Histoire des Grecs» (1884)  
«Etudes sur les origines du christianisme» (1893) 
«Exegese biblique et symbolique chretienne» (1894)  
«Poemes et Reveries d' un Paien mystique» (1895)  
«Lettres d' un mort , opinions d' un paien sur la societe moderne» (1895)  
«Lettres inedites de Louis Menard» (1932, σε επιμέλεια του Henri Peyre)  


ΕΛΛΑΣ (ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΝΑΡ)

Η μετάφραση στα Ελληνικά έγινε από την Ουρανία Τουτουντζή

Η μάχη του χειμώνα με την ευοίωνη άνοιξη
Στα ύψη του άσπετου ουρανού αντιβοούσε ακόμη'
Εμπρός στους νεαρούς Θεούς φεύγαν οι γηραιοί Τιτάνες.

Από το χώμα που θερμές γονιμοποίησαν πνοές
Το γένος των Ηρώων εγεννήθη σε ύψη ιδανικά
Κι όπως κατέβαιναν οι νέοι λαοί προς τις πεδιάδες
Εβλάσταιναν στο πέρασμά τους οι ύμνοι και οι ανθοί

Από το βάθος της υγρής κοιλάδος, μιά χρυσαφένια πάχνη
Ωσάν θυμίαμα υψωνόταν ως τις ουράνιες σφαίρες,
Στα όρη πάλλευκο το χιόνι αναριγούσε,
Και έγερνε η μεγάλη δρυς τα δυνατά κλαδιά της.

Των λόφων και των σκοτεινών δασών την άγρια εωδία
Εγλύκαινε ο Υάκινθος αρώματα σκορπώντας στον αέρα'
Κατέβαιναν οι Νύμφες από τις χιονισμένες κορυφές και με καθάριο γέλιο
Εχόρευαν μαζί με τις Νεράϊδες υπό τον ήχο του αυλού.

Στους μακρινούς ορίζοντες του ολόλαμπρου ουρανού, στις ιερές ακτές,
Θαλασσινοί έπνεαν άνεμοι, αιώνιοι ταξιδιώτες'
Άσπιλες ως ο αφρός των ζοφερών κυμάτων
Οι κόρες του Ωκεανού αναδύονταν τραγουδώντας.

Ανάμεσα εις τους αργυρούς του ποταμού στροβίλους,
Κύκνοι λευκοί εταξίδευαν' ο ακτινοβόλος μέγας ουρανός
Αγκάλιαζε με έρωτα την νεαρή, παρθένο γη,
Κι όλο το σύμπαν των Θεών την γένεση υμνούσε.

Οι φωνές μας εσυνόδευαν το αιώνιο τραγούδι του,
Οι Θεοί μας ήταν οι Θεοί του,
Κι έμοιαζε ως η δύναμις και το καθάριο πνεύμα
Να απέρρεαν από ολόκληρη την φύση.

Γιατί η Φύσις ήταν η μητέρα μας'
Μας λίκνιζε στα ολόλευκά της χέρια, μας κοίμιζε στα γόνατά της,
Το νέκταρ της πικρό δεν μας φαινόταν τότε:
Ω, οι Θεοί της χαραυγής του κόσμου, πόσο κοντά μας ήταν!

Και όταν η ρόδινη αυγή τον θεϊκό εφώτιζε Όλυμπο
Τους έβλεπαν να λούονται στο φως του πρωϊνού,
Και τον μεγάλο να οδηγούν χορό μ' έναν ρυθμό εξαίσιο
Που αντηχούσαν οι καρδιές κι απόδιωχνε τον ύπνο.

Στον χρυσαυγή αιθέρα και τα βάθη τα άρρητα του ωκεανού,
Μέσα εις τις ιερές σπηλιές, τους κάμπους, τους δρυμούς,
Ήταν Αυτοί του κόσμου η αρμονία και το κάλλος,
Οι ζώσες του αρχές, οι αναγκαίοι νόμοι.

Εθέρμαιναν με τις πνοές τους τα ρωμαλέα μας στήθη,
Μας περιέβαλαν με ομορφιά και χάρη,
Τα μέτωπά μας έστεφαν με θεϊκές ακτίνες,
Και με λαγνεία ιερή κατέκλυζαν τις νεαρές καρδιές μας.

Ήταν φίλοι στοργικοί και όχι βλοσυροί ηγεμόνες!
Γαλήνιοι, ως και εμείς ωραίοι, γελούσαν στα παιγνίδια μας'
Και όπως οι πρωτότοκοι δείχνουν τον δρόμο στους μικρούς τους αδελφούς,
Ερχόντουσαν κοντά μας για να μας εξυψώσουν ως Αυτούς!

Όταν με μένος η Ανατολή εξαπέλυε
Στα ιερά μας χώματα τους βάρβαρους λαούς της,
Κρατώντας το ακόντιο, από τις κορυφές των λευκών ακροπόλεων,
Για εμάς πρώτοι εμάχοντο, οι ελευθερωτές Θεοί.

Πόσο πολύ αξίζανε τον έρωτα ενός λαού ελευθέρου!
Διότι εξαίσια συμφωνία υψωνόταν γύρω απ' τους βωμούς τους
Και τέρψεις, και γιορτές! Πόσο γλυκά η λύρα ετραγουδούσε!
Η γη ποτέ δεν θα βρεθεί ξανά τόσο κοντά στον ουρανό.

Θεοί μακάριοι, που ήταν η λατρεία τους ανθρώπινη γιορτή,
Τα άσματα, οι χοροί, οι ενέρετες καρδιές,
Τα δυνατά, γυμνά μέλη, των αθλητών στις παλαίστρες,
Και τα στεφανωμένα μέτωπα, και της καρδιάς η υγίεια.

Μα επάνω απ' όλα η τιμή των ένδοξων προγόνων,
Των προμάχων της πόλεως, αθανάτων Ηρώων,
Και η φλογερή υπερηφάνεια ενός γενναίου αδούλωτου λαού,
Και οι αρσενικές αρετές: Δικαιοσύνη, Ελευθερία!

Τι απογίνατε, ναοί, τόποι ιεροί,
Μαρμαρένδυτοι Θεοί, τόσο νέοι, τόσο ωραίοι,
Άγρια ήβη των κραταιών δημοκρατικών πολιτειών,
Στοχαστική και ευσεβής λατρεία των δοξασμένων τύμβων!

Δεν θα ζητήσουμε ξανά εις τις ιερές μορφές των όντων
Τις εκδηλώσεις της παγκόσμιας αρμονίας,
Σώπασε πλέον η φωνή της απολλώνιας λύρας
Και ύπνο ατελεύτητο η Ελευθερία κοιμάται.

Ο φάρος που αστροφώτισε της ιστορίας τα σκότη
Έσβησε για παντοτινά απ' την ορμή της θύελλας,
Και ο κόσμος πλέον γερασμένος, βυθισμένος στις σκιές
Δεν θα βρεί ποτέ ξανά τους Θεούς του που επρόδωσε.

Δεν θα σημάνουν πιά τα λόγια τους εις τους προφητικούς δρυμούς,
Και μάταια θα ανακαλούν οι λυπημένοι αιώνες
Την τέχνη που ο κόσμος απαρνήθηκε και τις αρχαίες αρετές,
Απωλεσμένοι θησαυροί που η νοσταλγία δεν θα φέρει πίσω.

Αλλά εσείς, άφωνα ερείπια σκέψεων υψηλών,
Διάσπαρτα μάρμαρα, σπασμένα, την ατραπό υποδείξτε μου που άγει
Προς το χρυσό, λησμονημένο γένος, προς την σοφία του παρελθόντος,
Προς τα Ηλύσια Πεδία όπου τα όντα επιστρέφουν αφανισμένα από τον άνθρωπο.

Δύο χιλιάδες χρόνια θα διασχίσω, μακριά από τους αιώνες της ταπείνωσης,
Θα βαδίσω, θα πετάξω επάνω στα φτερά των ανέμων,
Προς τους μαρμάρινους ναούς και τις λευκές μας πολιτείες
Εκεί όπου δεν κατοικούν οι ζωντανοί λαοί αλλά οι νεκροί, οι πιό γενναίοι, οι άριστοι.

Θεοί μάκαρες , που σας ελάτρευε του κόσμου η πρώτη νιότη,
Κας σας υβρίζει σήμερα η γηραιά ανθρωπότης,
Αφήστε με εις την ζείδωρο πηγή να εξαγνιστώ,
Εκεί όπου η Θεϊκή Ελλάς εγνώρισε την αλήθεια.

Αφήστε μας ξανά να πιούμε, εμείς, οι τελευταίοι σας μύστες,
Από την ιερή υδρία που ξεδιψά τους γενναίους'
Οι ναοί σας ερειπώθηκαν, αλλά, ω Νόμοι αιώνιοι,
Επάνω εις τον ιδανικό Όλυμπο ξαναγεννιούνται οι νεκροί Θεοί.

Αναγεννηθείτε, ω ευλογημένες ημέρες της ιερής νεότητος,
Απόηχοι λησμονημένων ύμνων, ανοιξιάτικα ξυπνήματα!
Άραγε, είναι δυνατόν να ανθίσει μιά ελπίδα
Αντάξια της ανάμνησης που την καρδιά στοιχειώνει;

Hellas

De l'antre de la nuit sortait la blonde aurore ;
La lute de l'iver et dujoyeus printemps
Aus grands ecos du ciel retentissait encore
Devant lesjeunes Dieus fuyaient les vieus Titans.

Du limon feconde par de chaudes alenes
La race des Heros naissait sur les hauteurs,
Et lespeuples nouveaus descendaient dans les plaines,
Et sous leurs pas germaient les imnes et les fleurs.

Un brouillard d'or, dufond de l'umide valee,
Vers les splendeurs d'en haut montait come un encens,
Sur les cimes fumait la nege inviolee,
Les chenes inclinaient leurs feuillages puissants.

A l'apre odeur des monts, sous lesforets profondes,
L'iacinte melait ses aromes dans l'air ;
Les filles des somets negeus, les fraiches ondes,
Dansaient dans les roseaus avec un rire clair.

Aus lointains bleus, du haut des sacres promontoirse,
Les vents marins souflaient sous l'azur eclatant ;
Blanches come l'ecume au flanc des vagues noires,
Les filles de la mer bondissaient en chantant.

Parmi les tourbillons d'argent du large fleuve,
Les cignes blancs voguaient; le grand ciel radieus
Envelopait d'amour la tere vierge et neuve,
Tout l'univers chantait la naissance des Dieus.

Nos vois accompagnaient son immense murmure
Ses Dieus etaient nos Dieus et de l'umanite
Il semblait s'exaler, conte de la nature,
Des effluves de force et de virginite.

Car la nature etait pour nous colite une mere ;
Berces dans ses bras blancs, dormant sur ses genoux,
Ses fils ne trouvaient pas encor sa coupe amere :
Les Dieus des premiers jours etaient si pres de nous!

Sur l'Olympe inonde des clartes de l'aurore
On les voyait, baignes dans le matin vermeil,
Conduisant le grand Choeur sur un ritme sonore,
Et faisani circuler des frissons de reveil.

Dans l'eter lumineus et dans la mer profonde,
Dans les antres sacres, dans les champs, dans les bois,
Ils etaient l'armonie et la beaute dit monde,
Ses principes vivants, ses inimitables lois.

Leur soufle nourissait nos robustes poitrines,
Ils nous envelopaient de grace et de beaute;
Ils versaient sur nos fronts leurs lumieres divines,
Et dans nos jeunes coeurs la sainte volupte.

Des amis indulgents, non des maitres severes!
Calmes, beaus conte nous, souriant a nosjeus ;
Et, conte les alti es guident leurs jeunes freres,
Ils descendaient vers nous et nous montions vers eus.

Qand l'Orient versait conte des avalanches
Sur notre sol sacre ses peuples destructeurs,
La lance au poing, du haut des acropoles blanches,
Ils combataient pour nous, les Dieus liberateurs.

Come ils meritaient bien l'amour d'un peuple libre!
Q'un long concert s'eleve autour de leur autel!
Des fetes et des jeus ! qe chaqe lire vibre !
La tere ne sera jamais si pres du ciel.

Dieus eureus, dont le culte etait la joie umaine,
Les danses, les chansons et les vierges en choeur,
Les. atletes puissants lutant nus sur l'arene,
Et lesfronts courones, et la sante du coeur,

Et surtout le respect des glorieus ancetres,
Des heros immortels, gardiens de la cite,
Et l'ardente fierte d'un grand peuple sans maitre,
Et les males vertus : Justice et Liberte.

Q'etes-voiis devenus, temples, sacres portiqes
Dieus de marbre vetus, si jeunes et si beaus,
Sauvage puberte desfortes republiqes,
Culte austere et pieus des illustres tombeaus ?

On ne cherchera plus dans lesformes sacrees
La revelacion de l'ordre universel ;
On n'entend plus la vois des lires inspirees,
Et la Liberte dort d'un someil eternel.

Le fare qi brillait dans la nuit de l'istoire,
S'est eteint pour jamais sous les vents dechaines,
Et le monde vieilli, plonge dans l'ombre noire,
Ne retrouvera plus ses Dieus abandones.

Ils ne parleront plus dans les bois profetiqes ;
Le lugubre avenir en vain rapelera
L'art exile du monde et les vertus antiqes,
Tresors perdus qe nul regret ne nous rendra.

Mais vous, debris muets de sublimes pensees,
Marbres epars, qel est le chemin qi conduit
Vers l'age d'or perdu, les croyances passees,
L'Elysee, ou s'en va ce qe l'ome a detruit?

Par dela deus mile ans, loin des siecles serviles,
J'irais, je volerais sur les ailes des vents,
Vers les temples de marbre et vers les blanches villes,
Chez les grands peuples morts, meilleurs qe les vivants.

Dieus eureus, q'adorait la jeunesse du monde,
Qe blasfeme aujourdui la vieille umanite,
Laissez-moi me baigner dans la source feconde
Ou la divine Hellas trouva la verite.

Laissez-nous boire encor, nous, vos derniers fideles,
Dans l'urne du simbole ou s'abreuvaient les forts.
Vos temples sont detruits, mais, o Lois eterneles!
Dans l'Olympe ideal renaissent les Dieus morts.

Renaissez, jours benis de la sainte jeunesse,
Ecos d'airs oublies, brises d'avril en fleur!
La menteuse esperance a-t-ele une promesse
Qi vaille un souvenir au plus profond du coeur ?



 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ