BEAT ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ Γ. ΡΑΣΣΙΑ





ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΓΕΛΑΕΙ 

Περπατώντας μέσα στις ερήμους 
σαν το μυστικό της κάθε απόκρυφης μαγείας 
σαν την δύναμη πίσω από κάθε αλήθεια 
ινδιάνικα κοριτσίστικα μάτια 
γύρω από το μέτωπο του νάρκισσου 
αποκαλύπτουν 
η θέση του ποιητή είναι απέναντι στον καθρέφτη του 
και τούτη η ίδια η ποίησή του 
αποκαλύπτει 
πως κάθε τι ψεύδεται, πίσω από το τρελλό καρδιοχτύπι 
του θεουργού 
που μαρμαρώνει μπροστά στο όραμα του παράδεισου 
του θεουργού 
που αφοπλίζεται στο όνομα της μητριαρχίας, 
των κοινοτήτων και των ιερών μανιταριών 
ακόμα κι αν κάνει κέρματα την εμπειρία 
και την μοιράσει στους άκαμπτους περιπατητές 
με ένα πονηρό ματάκι που τρεμοπαίζει 
και μ’ ένα χαμόγελο ονειροπαρμένου στο στόμα 
βάζοντάς τους όλους τους μπάσταρδους στο παιχνίδι του 
καλώντας τους ποιητές του πλανήτη 
να καθημερινοποιήσουν την ποίηση 
να κάνουνε ποιητική την καθημερινότητα 
έστω και μ’ ένα τιράζ μιας χιλιάδας 
και με πωλήσεις μηδέν 
και στην καρδιά κάποια πίκρα 
για τους απλησίαστους αιχμάλωτους της αδράνειας 
για τους αθεράπευτους μικρόκοσμους 
για τους ομοιόμορφους διατηρημένους με χρώμιο τωρινούς ναούς 
ανέραστων ακαδημαϊκών και προσκυνημένων κοσμοκρατών 
την στιγμή που οι εμπνευσμένοι 
κάνουνε έρωτα με την Θεά Αθώρ και γελάνε 
έχοντάς τα στείλει όλα στο διάολο 
με την σιγουριά ότι μόνο η κίνηση είναι πραγματικότητα 
στα σύμπαντα όλα και η πανάγια κίνηση της ηδονής 
όχι μόνο μια σκέτη αλήθεια αλλά και μια Ηθική 
… 
αλίμονο στους σοφούς του όποιου κόσμου 
που φοβούνται την ατελείωτη ηδονή 
των εκατομμυρίων απολαύσεων ενός αντιφατικού κόσμου 
-του κόσμου τους- 
αλίμονο στον φιλόσοφο και στον ποιητή 
που δεν έχει μάθει να γελάει.  



ΜΗ ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΜΗΤΕ ΚΑΝ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ 

Ναι, έρχεται 
από υποχθόνιους ανεξερεύνητους διαδρόμους 
πίσω απ’ τους στατιστικούς πίνακες 
και απ’ τα ιερά τσιτάτα των στοχαστών 
μέσα απ’ τα ορθάνοιχτα μπούτια των γυναικών 
και απ’ τις καμένες με ναπάλμ ζούγκλες 
σας πλησιάζει αργά αλλά σταθερά 
μέσα απ’ το παλαντζάρισμα πληθωρισμού – ανεργίας 
πίσω από τις δήθεν καλοσυνάτες φάτσες  
μέσα απ’ τους τοίχους των παγερών πινακοθηκών 
φθάνει κοντά σας 
με την καυτή ανάσα της να σας ψήνει τον λαιμό 
κάτω απ’ τα κτυπήματα των γκλομπς 
πίσω από τα έξαλλα γρυλίσματα των προς σφαγή γουρουνιών 
πίσω απ’ το τσιμέντο, τα γυαλιά και τα σίδερα 
μέσα από σαλεμένα μυαλά και τρυπημένα στομάχια 
έρχεται, κάποτε μάλιστα ουρλιάζοντας 
κάτω από το φως της πανσελήνου 
και εσείς μες στο ανάκτορό σας κατουριέστε 
πνιγμένοι μες στον απέραντο φόβο και πανικό σας 
μη γνωρίζοντας 
μήτε καν το’ όνομά της. 


ΣΤΟΝ JAMES DOUGLAS MORRISON 

Καθώς τα σφραγισμένα πορτόφυλλα χορεύουνε ντεκαντάνς / μία μονάχη καρδιά φέρνει βόλτες / στα ζεστά αποπνικτικά βραδινά / σουλατσάροντας παρέα με τα πριαπισμένα αδέσποτα σκυλιά της λερής πόλης / αδέσποτη κι αυτή και αλήτισσα μαζί τους / ενώ μα κάτασπρη σιγανή βροχή πέφτει… πέφτει… πέφτει… ασταμάτητα / σα να ιδρώνει ο γαλαξίας / άσπρη αόρατη βροχή που μας κυβερνάει / σιγή νεκροταφείου στ’ ανοιγμένα με ατμό και μαστοριά ταχυδρομικά δέματα / εφηβικές ονειρώξεις / μοιρασμένες ανάμεσα στα ψηλοτάκουνα βήματα της καλντεριμιτζούς / και στο χαρακωμένο μούτσουνο που παραμονεύει / πίσω από τα διαβαστερά οκτάστηλα και πίσω από τις ανακοινώσεις / καθώς στ’ ακροδάχτυλα μιας νόθας πραγματικότητας ο πόνος είναι καθεστώς / θεσμός δοσμένος «light» / έξυπνα πλασαρισμένος πίσω από τις χαρωπές βιτρίνες / πάνω στις οθόνες των βίντεο και πάνω στα καλλίγραμμα πόδια των μανεκέν / πάνω στις ρόγες των ανυπόμονων παρθένων / ενώ στην παγωνιά των χεριών μας τα σύννεφα ανατριχιάζουνε / και κανείς δεν λέει μια λέξη για όλα τούτα που ίσως και να μην συνέβησαν ποτέ / η νύχτα έχει περίοδο… / «…death old friend… death of my cock…» / έσυρε μια λεπίδα γαλάζιο απ’ τα μάτια της Αφροδίτης και χάραξε μα ελαφριά ευθεία / μιαν αχνή ευθεία γραμμή πάνω στο χώμα / που έπινε σιγοσφυρίζοντας την τελευταία βροχή / μέσα απ’ τους ρηχούς τάφους τους οι ανώνυμοι νεκροί του ανταποδώσανε την χειραμψία / κοίταξε το πλάνο ηλιοβασίλεμα / φίλησε τον εαυτό του στο στόμα / και πρόσταξε την καρδιά του να σταματήσει… / «κανείς δεν φεύγει ζωντανός από δω μέσα…» / μίλησε το φεγγάρι και του χάιδεψε τα μαλλιά


 


ΑΓΙΟΙ ΑΓΡΙΟΙ 

Θα μιλήσω για τους άγιους άγριους 
που κάνανε ωτοστόπ στον πρώτο περαστικό άνεμο 
που φύγαν καβάλα στο πρώτο ουράνιο τόξο 
που δρασκέλισαν τα έσχατα γεφύρια και τα γκρέμισαν μετά 
αποφασίζοντας να μην ξανακοιτάξουν τ’ από πίσω 
που κλείσαν πονηρά το μάτι στον ήλιο 
που άπλωσαν τα χέρια να χαϊδέψουν τα χείλη του φεγγαριού 
που αρνήθηκαν να σταματήσουν στους πρόποδες των βουνών 
που τριπλοφίλησαν το κορμί τους και μετά το μοίρασαν 
κάνοντάς το βουταρία στην κοινωνία ολάκερη 
που μίλησαν λέξεις, νότες και κραυγές πρωτάκουστες 
που τόλμησαν να γευθούν τα χρώματα 
να πιούνε απ’ το ποτήρι της ζωής άπληστα ό,τι τους ανήκε 
δηλαδή το παν 
που ξαναλατρέψανε τα λιοβασιλέματα, τους ίδιους 
τους εαυτούς τους, τους ανθρώπους 
που αγκαλιάσανε την άγια μήτρα της Γης 
και ξανάγιναν παιδιά, τραγουδώντας τραγούδια που δεν ήξεραν 
παίζοντας παιχνίδια χωρίς κανονισμούς 
που έμειναν παιδιά για πάντα, ανακαλύπτοντας ξανά 
την χαμένη και θαμμένη βαθιά αθωότητά τους 
ξέροντας πως το υποτιθέμενο τέλος 
δεν είναι μόνο παρά η αρχή… 
θέλω να μιλήσω για όλον τον μαγικό σου ερωτισμό 
θέλω να μιλήσω για την αλήτισσα καρδιά σου, Αιώνα.  
     

Η ΑΓΑΠΗ ΛΟΥΦΑΖΕΙ 

Η αγάπη λουφάζει 
πίσω από σχέδια πολεοδομικά 
και τεχνολογικές εφαρμογές 
νέων καιρών 
καιρών της μοναξιάς  
της ερήμωσης 
της συγκινησιακής αφυδάτωσης 
καταναλωτικών παραδείσων 
που λαμποκοπάνε 
από φώτα νέον 
κι αποχρώσεις χρυσαφιές 
πίσω από τρομακτικές 
πληθυσμιακές συγκεντρώσεις 
σε μητροπόλεις γίγαντες 
μαζών που΄ χουν για πάντα ξεχάσει 
τη ζεστασιά 
μιας μεσημεριάτικης γης 
τη μαγεία του ήλιου 
που δύει νωχελικά 
… 

Η αγάπη λουφάζει τρομαγμένη 
μπροστά σε φάτσες συνοφρυωμένες 
περιβάλλοντα ασφυκτικά 
απαθείς μάζες 
και ανύπαρκτες συνειδήσεις… 
 




 
  
   
 
 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ